Αποζημίωση-ρεκόρ, που με τους τόκους ξεπερνά το 1,5 εκατ. ευρώ, αναγνώρισαν τα διοικητικά δικαστήρια ότι πρέπει να καταβάλει το Δημόσιο στην οικογένεια ενός άτυχου νέου που έχασε τη ζωή του από αδέσποτη σφαίρα, που τον βρήκε τυχαία περνώντας έξω από στρατόπεδο!
Για την απίστευτη τραγωδία τιμωρήθηκε ο υπαξιωματικός με αποπομπή από το Σώμα αλλά και με καταδίκη από το στρατοδικείο σε 13ετή κάθειρξη για ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο.
Ωστόσο, η οικονομική κρίση εκτός από περικοπές σε μισθούς, συντάξεις, κ.λπ. φαίνεται ότι οδηγεί σε «ψαλίδισμα» και τις χρηματικές ικανοποιήσεις που επιδικάζονται για ηθική βλάβη και ψυχική οδύνη.
Υστερα από υπερδεκαετή δικαστικό αγώνα και αφού πέρασαν 15,5 χρόνια από το τραγικό συμβάν, η 4μελής οικογένεια του αδικοχαμένου νέου καλείται να συνεχίσει τον προσωπικό της Γολγοθά και τον δικαστικό… μαραθώνιο για μερικά ακόμα χρόνια, καθώς ανατράπηκε η δικαίωσή της. Οχι όσον αφορά την ουσία της υπόθεσης, αλλά ως προς το ύψος του ποσού, το οποίο το Δημόσιο προσέβαλε ως υπέρογκο.
Ετσι, το Διοικητικό Εφετείο θα ξαναπάρει πίσω την υπόθεση για να επαναπροσδιορίσει το βασικό ποσό της χρηματικής ικανοποίησης που δικαιούται καθένας από τους στενούς συγγενείς του (γονείς, αδέλφια), συνυπολογίζοντας και σχετικούς τόκους.
Κάθειρξη 13 χρόνων
Για την απίστευτη τραγωδία τιμωρήθηκε υπαξιωματικός, με αποπομπή από το Σώμα για την απερισκεψία να πυροβολήσει «στα τυφλά» προς την πλευρά του δρόμου, αλλά και με καταδίκη από το Στρατοδικείο σε 13ετή κάθειρξη, για ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο. Ωστόσο, αφού εκείνη την ώρα βρισκόταν στην εκτέλεση του υπηρεσιακού καθήκοντος, το οποίο πολλαπλώς παραβίασε, η Δικαιοσύνη αναγνώρισε ότι ευθύνεται το Δημόσιο σε χρηματική ικανοποίηση των στενών συγγενών του 22χρονου για τον μεγάλο πόνο και τη θλίψη που τους προκάλεσε.
Το πρωτοφανές περιστατικό εκτυλίχθηκε λίγο μετά τα μεσάνυχτα, το καλοκαίρι του 2000, όταν σε στρατόπεδο της Αττικής ο σκοπός της πύλης και ο θαλαμοφύλακας άκουσαν σφυρίγματα από τη βορειοδυτική πλευρά. Ειδοποιήθηκαν ο αρχιφύλακας και η περίπολος και ακολούθησε ο έλεγχος της περιοχής χωρίς να εντοπιστεί κάτι το ύποπτο. Παρέμειναν ωστόσο σε επιφυλακή, παρακολουθώντας τα επίμαχα σημεία, καλυπτόμενοι πίσω από δέντρα περίπου για μιάμιση ώρα, έχοντας κι ένα όπλο με 18 φυσίγγια, από τα οποία τα δύο πρώτα ήταν άσφαιρα («αβολίδωτα») για προειδοποιητική βολή.
Ξαφνικά, ο επιλοχίας της πυροβολαρχίας, χωρίς να έχει μεσολαβήσει νεότερο ύποπτο συμβάν, πήγε προς τα συρματοπλέγματα, φώναξε «Αλτ – τις ει;» και αφού δεν πήρε απάντηση, προσπάθησε να ρίξει τα άσφαιρα φυσίγγια, αλλά το όπλο έπαθε εμπλοκή. Κατόπιν πήρε το όπλο του λοχία G3Α3 (τρομακτικής ισχύος, κατά την απόφαση) και βάζοντάς το κάτω από τη μασχάλη (σε στάση φύλαξης) έριξε προς την πλευρά του δρόμου, φωνάζοντας ταυτόχρονα για να διαπιστώσει αν ήταν κανείς έξω από το στρατόπεδο.
Μετά την πρώτη βολίδα ακούστηκε σπάσιμο κλαδιών δέντρου αλλά με τη δεύτερη ακούστηκε μια δυνατή κραυγή πόνου. Λίγο αργότερα, έγινε αντιληπτό ότι η σφαίρα είχε βρει έναν 22χρονο φοιτητή που περνούσε εκείνη την ώρα αμέριμνα σε απόσταση 170 μ. με βέσπα στη λεωφόρο Σχιστού, με μικρή ταχύτητα, γιατί βρισκόταν κοντά στο φανάρι.
Η σφαίρα έκοψε το νήμα της ζωής του. Ο επιλοχίας τιμωρήθηκε για τους άσκοπους πυροβολισμούς που έριξε χαμηλά (παράλληλα με το έδαφος) με κατεύθυνση προς πολυσύχναστο δρόμο, μολονότι μπορούσε να χτυπήσει κάποιον, παραβιάζοντας το σχέδιο ασφάλειας του στρατοπέδου και τους κανονισμούς. Κι αυτό γιατί, σε περίπτωση που γίνονταν αντιληπτές ύποπτες κινήσεις, απαιτείται ενημέρωση του διοικητή και του Αστυνομικού Τμήματος με αύξηση των σκοπών και έλεγχος ευαίσθητων χώρων του στρατοπέδου, ενώ χρήση όπλου επιτρέπεται μόνο σε περίπτωση πραγματικού συναγερμού, βιαιοπραγίας ή επίθεσης κατά σκοπού με άμεσο κίνδυνο για τη ζωή του.
Η οικογένεια προσέφυγε στη διοικητική Δικαιοσύνη κατά του Δημοσίου αξιώνοντας αποζημίωση για την οδύνη που της προκάλεσε ο βίαιος και απροσδόκητος θάνατος του 22χρονου σπουδαστή.
Ευθύνη στον αξιωματικό
Τα διοικητικά δικαστήρια (Πρωτοδικείο, Εφετείο) δέχθηκαν την αποκλειστική ευθύνη του επιλοχία αναγνωρίζοντας υποχρέωση του Δημοσίου να καταβάλει προ 8ετίας περίπου, αποζημίωση συνολικού ύψους 800.000 ευρώ (από 300.000 σε κάθε γονέα, από 100.000 σε κάθε αδελφό).
Το Δημόσιο υποστήριξε ότι δεν ευθύνεται για αποζημίωση, αφού ο επιλοχίας ενήργησε με δική του πρωτοβουλία, δεν εφάρμοσε το σχέδιο ασφαλείας και συνεπώς έδρασε εκτός του κύκλου των καθηκόντων του και δεν στοιχειοθετείται προσωπικό του πταίσμα.
Το Δ. Εφετείο απέκρουσε τον ισχυρισμό, κρίνοντας ότι ο επιλοχίας έδρασε στο πλαίσιο των καθηκόντων του ως αξιωματικός υπηρεσίας, νομίζοντας -εσφαλμένα- ότι κινδύνευε η ασφάλεια του στρατοπέδου. Επομένως οι άδικες πράξεις του βρίσκονταν σε άμεση συνάφεια με την υπηρεσία του. Συνεκτίμησε επίσης την οικονομική δυνατότητα του Δημοσίου κρίνοντας τα ποσά εύλογα.
Το Δ. Εφετείο απέκρουσε ισχυρισμό του Δημοσίου για μείωση της αποζημίωσης, αφού οι ενέργειες που επικαλέστηκε (αποστολή ασθενοφόρου, περιπολικού, έρευνα και απόδοση ποινικών – πειθαρχικών ευθυνών κ.λπ.) αφορούν αυτονόητες πράξεις που όφειλε να κάνει, συμμορφούμενο στον νόμο.
Ωστόσο, το Δημόσιο, προσφεύγοντας στο ΣτΕ, υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι το ποσό είναι υπέρμετρα υψηλό, επισήμανε στη δίκη, το μέγεθος των τόκων και την κακή οικονομική του κατάσταση λόγω της κρίσης και τόνισε ότι η χρηματική ικανοποίηση δεν πρέπει να έχει χαρακτήρα τιμωρητικό ή ανταποδοτικό για μια επίμεμπτη συμπεριφορά κρατικού οργάνου.
Το ΣτΕ δέχθηκε ότι εσφαλμένα το Δ. Εφετείο συνεκτίμησε την οικονομική δυνατότητα του Δημοσίου (υπό την έννοια της δημοσιονομικής του κατάστασης ή του οικονομικού του μεγέθους). Κρίνοντας βάσιμο τον σχετικό ισχυρισμό του Δημοσίου, αναίρεσε την εφετειακή απόφαση ως προς το ύψος της αποζημίωσης, στέλνοντας την υπόθεση πίσω για επαναπροσδιορισμό της…