Ως γνωστόν το λειτούργημα του αστυνομικού, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, συγκαταλέγεται ανάμεσα στα πλέον στρεσογόνα επαγγέλματα. Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε χρόνο υπάρχουν περιστατικά «ενστόλων» που βάζουν τέλος στη ζωή τους, πολλές φορές με το υπηρεσιακό τους όπλο (το οποίο μερικές φορές χρησιμοποιούν και εναντίον αθώων πολιτών) πιεζόμενοι από προσωπικά προβλήματα, που μεγεθύνονται από το στρες του επαγγέλματος. Ο αστυνομικός δηλαδή καλείται να διαχειριστεί ιδιαίτερα στρεσογόνες καταστάσεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Σε πολλές περιπτώσεις, πέραν των άλλων, μπορεί να εμπλακεί και σε ένοπλες συγκρούσεις, οι οποίες ενδέχεται να του «αφήσουν» εκτός των σωματικών και ψυχολογικά «τραύματα». Ο τομέας λοιπόν της παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών και υποστήριξης αποτελεί θεσμό που έχει εδραιωθεί στη συντριπτική πλειοψηφία των αστυνομικών οργανισμών στις Η.ΠΑ. και στην Ευρωπαϊκή Ένωση (στη Γαλλία υπάρχει ακόμη και ειδική Υπηρεσία, που προετοιμάζει τον αστυνομικό ενόψει της εξόδου του από το Σώμα). Στο πλαίσιο αυτό υπογράφηκαν από την Αστυνομία της Κύπρου, την 17-11-2015, δύο μνημόνια συνεργασίας με το Κυπριακό Ινστιτούτο Ψυχοθεραπείας (Κ.Ι.Ψ.) και το Κέντρο Έρευνας και Συμβουλευτικών Υπηρεσιών (ΚΕΣΥ) του Πανεπιστημίου Λευκωσίας. Βασικός στόχος της συνεργασίας με τους δύο αυτούς οργανισμούς, είναι η παροχή εξειδικευμένων συμβουλευτικών υπηρεσιών και υποστήριξης σε ατομικό, οικογενειακό και ομαδικό επίπεδο.
Στην χώρα μας ο ν. 3169/2003 ήρθε να ρυθμίσει το αντικείμενο της χρήσης των πυροβόλων όπλων από τους αστυνομικούς και καθιέρωσε τον έλεγχο καταλληλότητας. Ειδικότερα στο άρθρο 4 θεσπίζεται υποχρέωση των αρμοδίων Υγειονομικών Επιτροπών, ώστε, όταν γνωματεύουν, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, για τη σωματική ικανότητα των αστυνομικών, να αποφαίνονται ειδικά και για την καταλληλότητά τους να φέρουν όπλα. Επίσης καθιερώνεται, για πρώτη φορά, ο έλεγχος όλων των αστυνομικών από ειδική Επιτροπή της Υγειονομικής Υπηρεσίας της Αστυνομίας, ώστε να κριθεί αν είναι κατάλληλοι να φέρουν πυροβόλο όπλο. ΄Ετσι, πέρα από τις ψυχοτεχνικές δοκιμασίες, στις οποίες υποβάλλονται για την εισαγωγή τους στις Αστυνομικές Σχολές, με τη συμπλήρωση πέντε ετών και αφού θα έχουν δοκιμασθεί στις συνθήκες του αστυνομικού επαγγέλματος θα υποβάλλονται και στον ως άνω έλεγχο. Αυτός περιλαμβάνει ψυχοτεχνικές δοκιμασίες και συνέντευξη των εξεταζομένων, ώστε να διερευνηθεί η εν γένει προσωπικότητα αυτών και κατά πόσο αυτή παρέχει τα εχέγγυα για ορθή χρήση του όπλου. ΄Οσοι κριθούν ως μη κατάλληλοι να οπλοφορούν τοποθετούνται σε υπηρεσιακές θέσεις, στις οποίες δεν επιτρέπεται η οπλοφορία ή τους ανατίθεται η εκτέλεση υπηρεσίας, για την οποία δεν είναι απαραίτητη η οπλοφορία. Προκειμένου να εξασφαλισθεί η τήρηση της διαδικασίας αυτής συστήθηκαν οι αναγκαίες οργανικές θέσεις ψυχιάτρων και ψυχολόγων της Αστυνομίας, ούτως ώστε να στελεχωθούν, η Υγειονομική Υπηρεσία και οι Αστυνομικές Διευθύνσεις της Χώρας με επαρκές και κατάλληλο επιστημονικό προσωπικό για τον έλεγχο και την ψυχολογική υποστήριξη των αστυνομικών.
Με τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ.4 καθορίζονται οι περιπτώσεις παράδοσης του οπλισμού. Ειδικότερα με το εδάφιο γ΄ προβλέπεται η δυνατότητα (που δεν υπήρχε πριν) του διοικητή ή των ιεραρχικά προϊσταμένων αυτού, να διατάξει την παράδοση του όπλου, επειδή υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις κακής χρήσης ή πλημμελούς φύλαξης του όπλου, ιδίως για λόγους υγείας ή παραβάσεως των κανόνων και μέτρων ασφαλείας. Αν οι ενδείξεις κακής χρήσης του όπλου οφείλονται σε λόγους ψυχικής υγείας, απαιτείται σύμφωνα γνώμη του Ψυχολόγου της Υπηρεσίας, εφόσον υπάρχει. Ο Αρχηγός, σε περίπτωση που οι ενδείξεις κακής χρήσης του όπλου οφείλονται σε λόγους ψυχικής υγείας του αστυνομικού, παραπέμπει αυτόν στην Επιτροπή του άρθρου 4. Οι εν λόγω ρυθμίσεις στοχεύουν στην αποφυγή ατυχημάτων, απώλειας του όπλου ή και εγκληματικών ακόμη πράξεων.
Πρόσφατα (Οκτώβριος 2016) η Ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ. αποφάσισε να λάβει μέτρα για την υποστήριξη των αστυνομικών που βρίσκονται σε ψυχολογική πίεση. Αρχικά δημιούργησε (πιλοτικά) τηλεφωνική γραμμή ψυχολογικής υποστήριξης και στη συνέχεια παρέλαβε ψυχομετρικά τεστ συνέντευξης για την αξιολόγηση της ψυχολογικής κατάστασης του προσωπικού (τα οποία αναμένεται να βοηθήσουν σε επίπεδο εντοπισμού και πρόληψης ακραίων καταστάσεων). Είναι κρίσιμο όμως, οι όποιες προκαταλήψεις για τα θέματα αυτά (στη διεθνή βιβλιογραφία παρατηρείται, ότι το 1/3 από εκείνους που χρειάζονται βοήθεια την ζητούν και από αυτούς μόλις το 10% απευθύνεται σε ειδικούς για την επίλυση του προβλήματος) να αποβληθούν από όλους και να γίνει κατανοητό, ότι ο έλεγχος του αστυνομικού και η ψυχολογική και συμβουλευτική υποστήριξή του είναι κρίσιμος παράγοντας πρώτα για το ίδιο και ύστερα για τους συναδέλφους, την οικογένειά του και γενικά το περιβάλλον του. Σε κάθε περίπτωση εμπλοκής του αστυνομικού σε στρεσογόνα επεισόδια, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, θα πρέπει να ακολουθεί υποχρεωτικός εξονυχιστικός και περιοδικός έλεγχος από τις αρμόδιες Υγειονομικές Επιτροπές. Ο ίδιος ο αστυνομικός πρέπει να επιδιώκει την ψυχολογική και συμβουλευτική υποστήριξή του. Προς την κατεύθυνση αυτή θα πρέπει να βελτιωθεί και να συμπληρωθεί και το νομοθετικό πλαίσιο.
Το κείμενο αναρτήθηκε στη σελίδα στο fb του policenews.gr από τον Αντιστράτηγο ΕΛ.ΑΣ. ε.α. κ. Ν. Μπλάνη*