Οι περιπτώσεις (εσωτερικής) μετάθεσης αστυνομικού χωρίς την αίτηση – θέληση-δήλωση βούλησης του και η ατομική ευθύνη του αμέσως προϊστάμενου του

Ενόψει των επικείμενων Τακτικών Μεταθέσεων του 2021 και των σχετικών αποφάσεων όλων των αρμοδίων Συμβουλίων Μεταθέσεων που διατάσσουν τις μεταθέσεις Αστυνομικών εντός της ίδιας περιοχής μετάθεσης (Νομός), που αποφασίζονται με τα λεγόμενα υπηρεσιακά κατά βάση, αλλά και τα κοινωνικά κριτήρια, παραθέτω τα κατωτέρω που αφορούν στις περιπτώσεις ακούσιας μετάθεσης του Αστυνομικού, που είναι αυτές κατά τις οποίες χωρίς τη θέληση του Αστυνομικού,

διατάσσεται μετάθεση χωρίς αίτηση ή άλλη σύννομη δήλωση βούλησής του. Είναι γνωστό ότι κάθε χρονιά μετά την ανακοίνωση των Εσωτερικών Μεταθέσεων, κάθε επιπέδου, υποβάλλονται πολλές προσφυγές (ακύρωσης και τροποποίησης) από τους συναδέλφους που μετατίθενται χωρίς αίτηση και επιθυμία τους.

Η περίπτωση ακούσιας μετάθεσης παρά τη θέλησή του, με πρωτοβουλία της Υπηρεσίας, είναι ένα πραγματικό γεγονός με αρνητικό αντίκτυπο στη ζωή του εργαζόμενου Αστυνομικού. Σε κάθε περίπτωση ακούσιας μετάθεσης του Αστυνομικού, παράγονται επιπρόσθετες έννομες σχέσεις, διοικητικές και ενδεχομένως και αστικές και ποινικές για τις οποίες σε μία ευνομούμενη Πολιτεία θα πρέπει να θεσμοθετείται η περαιτέρω σύννομη διερεύνηση και διευθέτηση.

Ως εκ τούτου πέρα από τις ήδη θεσμοθετημένες διαδικασίες φύσεως Διοικητικού Δικαίου (δικαίωμα προσφυγής κ.α.), οι οποίες απευθύνονται σε κρατικές και μη προσωποποιημένες οντότητες, όπως οι αρμόδιες Υπηρεσίες κάθε επιπέδου, όπου λειτουργούν Συμβούλια Μεταθέσεων, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση ακούσιας μετάθεσης, να ορίζεται σαφώς, ο έχων την ατομική ευθύνη, δηλαδή αυτός που με άλλα λόγια πρότεινε αιτιολογημένα και σύννομα την (αρνητική) μετάθεση, δηλαδή χωρίς την αίτηση και επιθυμία του ίδιου του Αστυνομικού.

Σε μία σύγχρονη ευνομούμενη κοινωνία και Πολιτεία, όπως η Ελληνική, ο κάθε προϊστάμενος αξιωματικός της Αστυνομικής Υπηρεσίας που προκαλεί μονομερώς μία Διοικητική πράξη με έννομες και άλλες συνέπειες στην ζωή του Αστυνομικού, θα πρέπει να υποβάλλει στις

αρμόδιες προϊστάμενες Υπηρεσίες αιτιολογημένη, πλήρως τεκμηριωμένη και ενυπόγραφη πρόταση. Ο θιγόμενος Αστυνομικός θα πρέπει, εφόσον το επιθυμεί, μετά από αίτησή του ή με την έκδοση και προσκόμιση εισαγγελικής παραγγελίας λήψης αντιγράφων συμφώνα με το άρθρο 25 του Ν. 1756/1988 και το άρθρο 5 του Ν. 2690/1999, να λαμβάνει αντίγραφο της σχετικής πρότασης του αμέσως προϊσταμένου του, προκειμένου να ασκήσει νόμιμα, όχι μόνο τα διοικητικά και υπηρεσιακά του δικαιώματα (προσφυγή κατά το π.δ. 100/2003 και αίτηση θεραπείας σύμφωνα με το άρθρο 24 του ν. 2690/1999), αλλά ενδεχομένως και να υπερασπιστεί την τήρηση της νομιμότητας στο πεδίο τυχόν ποινικών και αστικών ευθυνών και αιτιάσεων, καθώς και να διεκδικήσει τη γενική νομική του αποκατάσταση.

Οι εποχές που το άτομο το οποίο τυχόν καταστρατηγεί την ισχύουσα νομοθεσία, μπορεί δυστυχώς να κρύβεται πίσω από νομικά πρόσωπα κάθε επιπέδου και άλλες κρατικές και υπηρεσιακές οντότητες, δεν αρμόζουν στη σύγχρονη Δημοκρατία. Ο κάθε πολίτης, πόσο μάλλον ο κάθε ασκών δημόσια διοίκηση Αστυνομικού Προσωπικού, θα πρέπει δια νόμου, να αναλάβει την ατομική του ευθύνη, απέναντι στους υφισταμένους του. Οι φράσεις και η επίκληση στερεότυπων όπως «το συμβούλιο διέταξε ή λόγω υπηρεσιακών αναγκών κλπ…» στερούν από τον Αστυνομικό την κοινωνία Δικαίου και νομιμότητας και δεν συμβαδίζουν με τις Εθνικές μας Συνταγματικές Αρχές, καθώς και με το ισχύον Ευρωπαϊκό Δίκαιο.

Το εκάστοτε υπηρεσιακό Συμβούλιο Μεταθέσεων συγκροτείται κατά πλειοψηφία από την ανώτατη και ανώτερη

Διοίκηση που αυτή έχει την πλειοψηφία και συμπληρώνεται, ευτυχώς, από εκπροσώπους του συνδικαλιστικού κινήματος, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία (σχετικές διατάξεις π.δ. 100/2003). Σε έναν μεγάλο Δημόσιο Οργανισμό, όπως η Ελληνική Αστυνομία με χιλιάδες εργαζόμενους, είναι πασίδηλο και πραγματικό το γεγονός ότι τα Συμβούλια Μεταθέσεων δεν μπορεί να έχουν αυτοπρόσωπη αντίληψη για τον κάθε Αστυνομικό για τον οποίο διατάσσεται ακούσια μετάθεση χωρίς τη θέλησή του. Ως εκ τούτου το πραγματικό γεγονός είναι ότι ουσιαστικά επικυρώνεται η μονομερής και πολλές φορές προφορική, πρόταση του άμεσα προϊσταμένου (είτε διοικητή είτε διευθυντή) του θιγόμενου Αστυνομικού, ο οποίος τελεί με αυτόν σε σχέση άμεσης υπηρεσιακής και διοικητικής εξάρτησης.

Επιπροσθέτως οι ακούσιες μεταθέσεις

δυστυχώς, μερικές φορές είναι απότοκες φαινομένων και ποινικών συμπεριφορών υπηρεσιακού μπούλινγκ (BULLYING), που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 312 του ΠΚ. Το εργασιακό υπηρεσιακό μπούλινγκ (τραμπουκισμός και ψυχολογική βία) εκδηλώνεται είτε με παθητικό τρόπο, όπως με τον τεχνηέντως και σιωπηρό αποκλεισμό του θιγόμενου Αστυνομικού από συγκεκριμένα υπηρεσιακά καθήκοντα και το περιβάλλον της εργασίας του ή ανάθεση καθηκόντων που δεν αρμόζουν στον βαθμό και στην εμπειρία του κ.α., είτε με ενεργητικό τρόπο, δηλαδή με τον κοινώς διακριτό τρόπο των διαφόρων εκφοβισμών, σκληρής συμπεριφοράς κ.α. Άλλοι τρόποι δυνητικής ηθικής παρενόχλησης (BULLYING) του εργαζόμενου Αστυνομικού με σκοπό την αναζήτηση αφορμής για την αιτιολόγηση ακούσιας μετάθεσης – απομάκρυνσης, θα μπορούσαν να

εντοπιστούν στην έκδοση νομιμοφανών, ανυπόγραφων διαταγών/προσταγών η εκτέλεση των οποίων τυχόν εκθέτει των διατασσόμενο, η ανάθεση υπέρογκων καθηκόντων πέρα από τις ανθρώπινες δυνατότητες του μέσου, συνετού Αστυνομικού κ.α.

Έτσι τα παραπάνω σύνοδα φαινόμενα, είτε είναι προηγούμενα, είτε είναι επακόλουθα των ακούσιων μεταθέσεων (υφιστάμενο «NEXUS», δηλαδή ψυχικός σύνδεσμος του μπούλινγκ και της ακούσιας μετάθεσης), οδηγούν σε υπηρεσιακή απομόνωση, στοχοποίηση και απαξίωση τον θιγόμενο Αστυνομικό, που πολλές φορές δεν προβαίνει σε εγγραφή καταγγελία και αναφορά παραπόνων για την προάσπισή του, για διάφορους προφανείς λόγους.

Ενώ τα φαινόμενα αυτά τις περισσότερες φορές, δυστυχώς, δεν καταγγέλλονται, δεν

σημαίνει ότι μία Συντεταγμένη Ευρωπαϊκή Πολιτεία δεν οφείλει να τα εξετάζει αυτεπάγγελτα και να θέτει τους υπαίτιους προ των ευθυνών τους, σύμφωνα με τις διατάξεις της Εθνικής νομοθεσίας, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σχετικά με την Ανθρώπινη Αξιοπρέπεια και την τιμή και την υπόληψη του Ανθρώπου Εργαζόμενου Αστυνομικού!

Σε κάθε περίπτωση το Αστυνομικό Συνδικαλιστικό Κίνημα, με μπροστάρη την Πανελλήνια Ομοσπονδία Αστυνομικών Υπαλλήλων (ΠΟΑΣΥ), διαχρονικά έχει αποδείξει ότι βρίσκεται πάντοτε στο πλευρό των θιγόμενων και αδικημένων Αστυνομικών και επάξια προστατεύει τα εργασιακά, υπηρεσιακά, κοινωνικά, ανθρώπινα δικαιώματα όλων, ανεξαιρέτως, των Ελλήνων Αστυνομικών. Αυτό θα

συνεχίσει να γίνεται πάντα με ενωτικό πνεύμα, καθώς επίσης κι εγώ προσωπικά θα είμαι πάντοτε στο πλευρό του κάθε συναδέλφου, όπως όλες οι Αστυνομικές συνδικαλιστικές οργανώσεις η ΠΟΑΣΥ και ιδιαίτερα οι πρωτοβάθμιες Ενώσεις Αστυνομικών Υπαλλήλων, προκειμένου να προστατευθεί ο κάθε συνάδελφος.

ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ
Αντιπρόεδρος ΔΣ ΠΟΑΣΥ
Μέλος ΕΚΑ