Το #metoo ξεκίνησε στις Η.Π.Α. πριν από 3 χρόνια ως hashtag με αφορμή την αποκάλυψη σεξουαλικής παρενόχλησης του παραγωγού Harvey Weinstein και εξελίχθηκε ως ένα είδος «κινήματος» για την καταγγελία παρόμοιων συμπεριφορών. Το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται τώρα και στην Ελλάδα, ύστερα από τις καταγγελίες αρχικά στο χώρο του αθλητισμού και στη συνέχεια του πολιτισμού. Ως στόχος του εμφανίζεται η ενθάρρυνση των θυμάτων να σπάσουν τα δεσμά της σιωπής και να καταγγείλουν, ώστε να ενισχυθεί η κοινωνική αποδοκιμασία των δραστών και να αποθαρρύνουν τη διάπραξη στο μέλλον τέτοιων προσβολών, που εν πολλοίς παραμένουν στην αόρατη πλευρά της εγκληματικότητας.
Όμως, ενώ καταρχήν φαίνεται να επιδιώκεται η διευκόλυνση της προσφυγής στη Δικαιοσύνη, τελικά μάλλον επιτυγχάνεται το αντίθετο και στην πράξη η παράκαμψη αυτής. Αντί δηλαδή το θύμα να καταφύγει στη Δικαιοσύνη, προσφεύγει στα Μ.Μ.Ε. και στα social media για να αποσπάσει τη συμπόνοια και συμπαράσταση της κοινής γνώμης. Και εν τέλει μια…«καταδίκη» του φερόμενου δράστη, η οποία δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί στο πλαίσιο μιας ποινικής διαδικασίας. Ειδικά όταν παρήλθε ικανός χρόνος και δεν έγιναν οι αναγκαίες ενέργειες για την εξασφάλιση των πειστηρίων-αποδείξεων (τεστ βιασμού-rape kit κ.λ.π.). Στις περιπτώσεις δηλαδή που ισχύει μόνο ο λόγος του θύματος εναντίον του λόγου του θύτη. Και ας μην λησμονούμε και την αρχή in dubio pro reo (εν αμφιβολία υπέρ του κατηγορουμένου). Αυτός αντί να θεωρείται «αθώος μέχρις απόδειξης του εναντίου» θα παραμείνει με το στίγμα του «ενόχου». Και ακόμη χειρότερα όταν τα εγκλήματα έχουν παραγραφεί και δεν μπορεί να κριθούν ποινικά.
Η δημόσια καταγγελία εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας καθίσταται αμφιλεγόμενη, όταν δεν είναι δυνατή η δικαστική διερεύνηση. Δεν αποκλείεται το θύμα, που δίστασε να καταγγείλει μεμονωμένα και εγκαίρως την πράξη, να εξοπλίσθηκε με το απαιτούμενο ψυχικό σθένος, όταν ένωσε τη φωνή του με άλλες. Όμως από την άλλη μεριά τα κίνητρα των όψιμων καταγγελιών δεν είναι πάντοτε άδολα ή ανιδιοτελή. Καθόλου δεν αποκλείεται το θύμα να επιδιώκει να εκδικηθεί ή να εκβιάσει τον καταγγελλόμενο, να μεθοδεύει τη δημοσιοποίηση της καταγγελίας σε χρόνο, που εξυπηρετεί άλλες ανομολόγητες σκοπιμότητες ή ακόμη και να ενδιαφέρεται πρωτίστως για την προσωπική προβολή του.
Εξάλλου ο καταγγελλόμενος, όταν εγκαλείται για σεξουαλικά εγκλήματα, για τα οποία η ποινική αξίωση έχει εξαλειφθεί, αποστερείται τα εχέγγυα που παρέχει σε αυτόν η ποινική διαδικασία για την αντίκρουση της σε βάρος του κατηγορίας. Ούτε η υποβολή έγκλησης για συκοφαντική δυσφήμηση εξασφαλίζει την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, διότι στο πλαίσιο μιας τέτοιας δίκης το τεκμήριο αθωότητας ισχύει πλέον υπέρ του καταγγέλλοντος, ενώ ο εγκαλών εκ των πραγμάτων αδυνατεί να αποδείξει το αρνητικό γεγονός, ότι η πράξη, που του αποδίδεται, δεν έλαβε χώρα.
Η πρακτική αυτή αγνοεί ή μάλλον «βιάζει» το τεκμήριο αθωότητας, που εισήχθη και ρητά με το ν. 4596/2019, που ενσωμάτωσε την 2016/343 Οδηγία της Ε.Ε. Ειδικότερα, στο άρθρο 6 του νόμου αυτού ορίζεται ότι στον Κ.Π.Δ. προστίθεται άρθρο 72Α (τώρα άρθρο 71 με ν. 4620/2019) ως εξής: «Άρθρο 71. Τεκμήριο αθωότητας. Οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με τον νόμο».
Ταυτόχρονα αδικεί τα πραγματικά θύματα. Όσο δικαιολογημένη είναι η εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας ευμενής υποδοχή της άφιξης του κινήματος #metoo, άλλο τόσο αδικαιολόγητες είναι οι υψηλού συμβολισμού κινήσεις ή δηλώσεις πολιτειακών παραγόντων, με τις οποίες υιοθετείται η αλήθεια καταγγελιών άλλοτε εμμέσως και άλλοτε ευθέως με πρόωρες κρίσεις για την απαξία των καταγγελλομένων πράξεων ή την επικινδυνότητα των φερόμενων δραστών.
Στις ΗΠΑ έχει εμφανισθεί υπέρ εκείνων που αδίκως καταγγέλλονται για σεξουαλικά εγκλήματα, το αντικίνημα #himtoo, το οποίο κατέστη δημοφιλές, όταν ο Καθηγητής Πανεπιστημίου Brett Kavanaugh κατά την υποψηφιότητά του για την εκλογή του στο Supreme Court καταγγέλθηκε από συμμαθήτριές του για σεξουαλική παρενόχληση στα χρόνια του γυμνασίου (εδώ γεννάται το ερώτημα που σταματά το φλερτ και που ξεκινά η παρενόχληση). Η εξισορρόπηση των αντιτιθέμενων συμφερόντων του θύματος και του θύτη περιέρχεται στο πεδίο ευθύνης των Μ.Μ.Ε. και των τηλεοπτικών παραθύρων, όπου αναπαράγεται αυτούσιο το αφήγημα των θυμάτων, είτε παρέχεται βήμα καταγγελίας και ταυτόχρονα γίνεται παράθεση απόψεων από άτομα χωρίς τη στοιχειώδη νομική κατάρτιση. Κατά τον Κώδικα Δεοντολογίας οι δημοσιογράφοι οφείλουν να σέβονται το τεκμήριο αθωότητας και τα προσωπικά δεδομένα. Η υποκατάσταση των δικαστηρίων από καταγγελίες και σχόλια σε facebook, instagram, twitter ή από τηλεοπτικές συνεντεύξεις χωρίς τη διασταύρωσή τους επιφέρει βαρύ πλήγμα στην προσωπικότητα όσων καταγγέλονται, οι οποίοι καθίστανται έρμαιο αυθαίρετων αξιολογήσεων στα social media, που λειτουργούν ως πολλαπλασιαστές της διαπόμπευσής τους με ανεπανόρθωτες συνέπειες σε ηθικό, οικογενειακό και επαγγελματικό επίπεδο.
Συμπερασματικά η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης δεν μπορεί να καθίσταται έρμαιο της μιντιοκρατούμενης καθημερινότητας που αρέσκεται στην επικίνδυνη ακροβασία μεταξύ πληροφόρησης και παραπληροφόρησης και οδηγεί στη δημιουργία «τηλεανακρίσεων» και «τηλεδικών» με τις ευλογίες, βεβαίως, των συνηγόρων, παραβιάζοντας ταυτόχρονα την αρχή της μυστικότητας της ανάκρισης. Εξάλλου η τήρηση των προβλεπομένων διαδικασιών είναι θέμα ουσίας και σε καμιά περίπτωση «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Επιβάλλεται επιπλέον η ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου. Σε κάθε περίπτωση ο κατηγορούμενος πρέπει, μέχρι να αποφανθούν τα αρμόδια δικαιοδοτικά όργανα, όχι μόνο να θεωρείται αθώος, αλλά και να μεταχειρίζεται ως τέτοιος, ακόμη και όταν οι ενδείξεις σε βάρος του έχουν πυκνώσει τόσο, ώστε η ενοχή του να είναι βέβαιη!
Το κείμενο εστάλη στο inbox του policenews.gr από τον Αντιστράτηγο ΕΛ.ΑΣ. ε.α. κ. Ν. Μπλάνη
Νικόλαος Αθ. Μπλάνης
Αντιστράτηγος Αστυνομίας ε.α., Επίτιμος Προϊστάμενος Κλάδου Οργάνωσης και Ανθρώπινου Δυναμικού Α.Ε.Α./Υ.Δ.Τ., Πτυχιούχος Νομικής Σχολής Αθηνών