Διαβάσαμε την είδηση: «Δύο γνωστούς Αξιωματικούς της ΕΛ-ΑΣ συνέλαβαν τα στελέχη των Εσωτερικών Υποθέσεων με την κατηγορία της παράβασης καθήκοντος, ύστερα από καταγγελία ότι χρησιμοποιούν αυτοκίνητα του Σώματος για εξωυπηρεσιακές δραστηριότητες.
Οι ίδιοι ισχυρίζονται, ότι αυτό γινόταν για την άσκηση των καθηκόντων τους». Καταρχήν να σημειώσουμε, ότι οχήματα χρησιμοποιούνται κατά κόρον, ιδίως από τις Υπηρεσίες Ασφαλείας (και όχι μόνο), χωρίς να ακολουθούνται αναγκαστικά και οι τυπικές διαδικασίες (αφού διαταγή πορείας και δελτίο κίνησης πολλές φορές συντάσσονται, λόγω των συνθηκών, εκ των υστέρων). Με την αναφερόμενη χρήση δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος (που αποτελεί επικουρικό έγκλημα). Αποτελεί αδίκημα του κανονισμού για τα κρατικά αυτοκίνητα, ήτοι του άρθρου 5 του Ν.Δ.2396/1953 και τιμωρείται ποινικά ως ελαφρύ πλημμέλημα (φυλάκιση μέχρι 6 μήνες) και πειθαρχικά με «φυλάκιση» (τόσο σύγχρονη και επίκαιρη διάταξη!!!) ή «αργία δια προσκαίρου παύσεως» (άρθρο 7 ιδίου νόμου). Σήμερα τιμωρείται με πρόστιμο (άρθρο 13 π.δ.120/2008).
Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι πολλά: Καταρχήν είναι τόσο σοβαρή η παράβαση, ώστε να απαιτείται η εμπλοκή των Εσωτερικών Υποθέσεων; Σίγουρα όχι, αφού δεν συμπεριλαμβάνεται στα ελεγχόμενα εγκλήματα. Είναι επιτρεπτές οι δικονομικές ενέργειες του άρθρου 6 του ν. 2713/1999; Κατηγορηματικά όχι. Θα αρκούσε μια διοικητική έρευνα και η έκδοση σχετικών οδηγιών; Προφανώς ναι!!!
Τονίζεται ότι, η ανώνυμη καταγγελία γίνεται (ως συνήθως) παραμονές των κρίσεων και φανερώνει τους σκοπούς του «μυστηριώδους» πληροφοριοδότη. Και αφού δεν είναι ικανή να «κινήσει» τη διαδικασία, παραδόξως (και μάλλον μεθοδευμένα, όπως τουλάχιστον καταγγέλλεται), επαναλαμβάνεται, γενικώς και αορίστως, με ολίγη «σάλτσα» για να πείσει ή να παραπλανήσει τα αρμόδια εισαγγελικά-δικαστικά όργανα;;;
Η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου και η παρακολούθηση των ατόμων με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων πρέπει να ακολουθεί αυστηρά τους κανόνες, να αποτελεί το έσχατο μέσον και εφόσον δεν μπορεί άλλως να αποδειχθεί το έγκλημα. Σε καμιά περίπτωση δεν είναι επιτρεπτή η επίκληση δήθεν τέλεσης σοβαρών εγκλημάτων για να γίνει από τον αρμόδιο Εισαγγελέα η σχετική εισήγηση στο οικείο Δικαστικό Συμβούλιο για την έκδοση της σχετικής διάταξης.
Βλέπουμε μερικές φορές να χρησιμοποιούνται από τις Υπηρεσίες Ασφαλείας ανώνυμοι (μυστηριώδεις) πληροφοριοδότες, είτε για να δικαιολογήσουν δικονομικές ενέργειες (έρευνες, άρση απορρήτου κ.λ.π.), είτε να καλύψουν τις πραγματικές πηγές και τις μεθόδους δράσης. Η πρακτική αυτή διχάζει αστυνομικούς. δικαστικούς και νομικούς.
Πρόκειται για μια τακτική που ετεροχρονίζει εσκεμμένα την αλληλουχία των ενεργειών, ώστε κανείς πέραν των αστυνομικών να μη γνωρίζει πως υποβοηθήθηκε η έρευνα. Ωστόσο νομικοί κύκλοι σημειώνουν ότι «πίσω από αυτό το εύρημα υποκρύπτονται πολλές φορές σφάλματα, αυθαίρετες ενέργειες ή ακόμη και παράνομες παρακολουθήσεις της Αστυνομίας…».
Πέρασαν ήδη είκοσι ένα (21) χρόνια από την ίδρυση της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων με το ν.2713/1999. Κατά την κατάρτιση αυτού ελήφθησαν υπόψη τα αμερικανικά δεδομένα. Ειδικά οι διατάξεις του άρθρου 5 (΄Αρση αξιοποίνου-ελαφρυντικές περιστάσεις-προστασία μαρτύρων) και κυρίως του άρθρου 6, (Άρση του απορρήτου-δέσμευση περιουσιακών στοιχείων-χρήση αποδεικτικών μέσων), καινοτομούσαν και αποτέλεσαν πολυεργαλείο στη δίωξη του εγκλήματος (κάποιοι τις απεκάλεσαν «υπερ-όπλο»), με αποτέλεσμα στη συνέχεια να γίνει παραπομπή σ΄αυτές (στην ουσία δηλαδή αντιγραφή) από τον αποκαλούμενο «τρομονόμο» (ν.2928/2001 κ.α.) του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Η έναρξη της δράσης της όμως συνδέθηκε με το μεγάλο φιάσκο της «υπόθεσης των Αχαρνών». Στις 28 Δεκεμβρίου 1999 υποτίθεται ότι αποκαλύπτεται υπόθεση εκτεταμένης διαφθοράς στο Πολυδύναμο Αστυνομικό Τμήμα Αχαρνών (14 αστυνομικοί αντιμετώπισαν βαρύτατες κατηγορίες), που συνοδεύεται από πρωτοσέλιδα και εκτενή δημοσιεύματα των Μ.Μ.Ε., Το αποτέλεσμα όμως είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό που θα περίμενε κανείς. Οι κατηγορούμενοι αστυνομικοί αναφέρθηκαν σε «ανεπαρκές κατηγορητήριο», σε ασθενείς και ανεπαρκείς καταθέσεις (η αξιοπιστία των μαρτύρων ελέγχεται) και τελικά απηλλάγησαν.
Η αλήθεια λοιπόν είναι ότι τότε στήθηκε μια επικοινωνιακή «καταιγίδα» με ευθύνη κυρίως του τότε (και σημερινού) Υπουργού Δημόσιας Τάξης, προκειμένου να «διαφημιστεί» η νέα Υπηρεσία και η Πολιτική της Κυβέρνησης, με πρωτοσέλιδους τίτλους του τύπου «Συμμορία (ή Καμόρα) το Πολυδύναμο Τμήμα Αχαρνών», αγνοώντας το τεκμήριο αθωότητας των κατηγορουμένων και «ασκώντας» διώξεις με ανεπαρκέστατα στοιχεία; Με το τρόπο αυτό ταυτόχρονα δεν δίστασαν να δυσφημίσουν ολόκληρο το Σώμα της Αστυνομίας; Στο τέλος κάποιοι εκλιπαρούσαν αυτούς που κατηγορήθηκαν αδίκως, να μην υποβάλουν μηνύσεις και αγωγές, με αντάλλαγμα τη μετάθεση σε Υπηρεσία της αρεσκείας τους.
Στα στελέχη των Εσωτερικών Υποθέσεων παρέχονται υλικά και άλλα προνόμια (ειδικό επίδομα, προνομιακές μεταθέσεις κ.λ.π). Τα προνόμια αυτά μάλλον λειτούργησαν αρνητικά (οι μεταθέσεις πολλές φορές είχαν καταργηθεί, αλλά επανήλθαν ύστερα από πιέσεις). Όταν καταρτίζονταν το σχετικό νομοσχέδιο (ήμουνα εκ των κύριων συντακτών), ο τότε Αρχηγός Ι. Γεωργακόπουλος, είχε την άποψη, ότι δεν πρέπει να δοθεί κανένα επίδομα, γιατί θα προσέλκυε (με πιέσεις και πολιτικές) όσους θα είχαν μόνο οικονομικά κίνητρα και όχι απαραιτήτως τους ικανούς και κατάλληλους.
Αργότερα όμως προφανώς με παρέμβαση των ενδιαφερομένων προστέθηκε η σχετική διάταξη. Σήμερα λανθασμένα θεωρείται από πολλούς, ότι αυτοσκοπός της Υπηρεσίας είναι να κατηγορηθούν με κάθε τρόπο (κόστος) αστυνομικοί και φαίνεται να αγνοείται η υποχρέωση, που απαιτούν οι δικονομικές διατάξεις, για την αποκάλυψη της αλήθειας. Γεγονός πάντως είναι, ότι απαλλάσσονται οι περισσότεροι κατηγορούμενοι από τα αρμόδια Δικαστήρια (δημοσιεύονται σχετικές ανακοινώσεις), όπως έγινε και στην «υπόθεση Αχαρνών», αλλά και στην πρόσφατη περίπτωση (είχαμε γράψει σχετικά) της συλληφθείσας «εργαζόμενης» αστυνομικίνας!!!
Κατά συνέπεια είναι πλέον αδήριτη η ανάγκη να αναθεωρηθεί η φιλοσοφία στελέχωσης-λειτουργίας των Εσωτερικών Υποθέσεων, με την κατάργηση όλων των προνομίων (επιδόματος, προνομιακών μεταθέσεων κ.α.) και ταυτόχρονα με την μείωση του χρόνου παραμονής των υπηρετούντων στα τρία (3) έτη με δυνατότητα παράτασης για ένα (1) ακόμη έτος.
Ειδικά η θητεία του Προϊσταμένου να περιοριστεί στα δύο (2) έτη. Τέλος να εξεταστεί το ενδεχόμενο αναθεώρησης και εκσυγχρονισμού του καθεστώτος, που διέπει τη χρήση των κρατικών οχημάτων.
Σε κάθε περίπτωση μέριμνα όλων πρέπει να είναι η μη προσβολή υπολήψεων, αλλά και η προστασία της αξιοπιστίας, της εμπιστοσύνης προς του Ελεγκτικούς Μηχανισμούς και γενικά του Κύρους του Σώματος!
Το κείμενο εστάλη στο inbox του policenews.gr από τον Αντιστράτηγο ΕΛ.ΑΣ. ε.α. κ. Ν. Μπλάνη
Νικόλαος Αθ. Μπλάνης
Αντιστράτηγος Αστυνομίας ε.α., Επίτιμος Προϊστάμενος Κλάδου Οργάνωσης και Ανθρώπινου Δυναμικού Α.Ε.Α./Υ.Δ.Τ., Πτυχιούχος Νομικής Σχολής Αθηνών