Ο 37χρονος σήμερα Μ. Α. που είχε σκοτώσει με λυσσαλέο τρόπο τον 20χρονο Αυστραλό Ντουζόν Ζαμίτ και είχε τραυματίσει επίσης άλλα δυο άτομα στον επαρχιακό δρόμο που οδηγεί από το Καλαμοπόδι στη Χώρα της Μυκόνου, συνελήφθη το μεσημέρι της Παρασκευής (14/02) πάνω σε μηχανάκι επί της Λ. Βουλιαγμένης στο ύψος της Αργυρούπολης.
Σε σωματική έρευνα που έκαναν οι αστυνομικοί της ομάδας ΔΙ.ΑΣ. Αργυρούπολης, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν ένα μαχαίρι και ένα μικρό μεταλλικό γκλοπ. Ο 37χρονος οδηγήθηκε με τη διαδικασία του αυτοφώρου στο Α.Τ. Αργυρούπολης.
Ο 37χρονος που είχε συγκλονίζει το Πανελλήνιο με το αποτρόπαιο έγκλημα (με γκλοπ) το βράδυ της Δευτέρας, 28 Ιουνίου 2008, όταν εξαπέλυσε αναίτια επίθεση εναντίον τετραμελούς παρέας νεαρών Αυστραλών μεταξύ Καλαμοποδίου και Χώρας Μυκόνου, εργαζόταν εκείνη την εποχή ως πορτιέρης σε γνωστό club και beach bar του νησιού.
Όπως είχε δηλώσει σε παλαιότερη συνέντευξή του για τον 20χρονο Αυστραλό Ντουζόν Ζαμίτ, εκείνη τη μοιραία νύχτα βρέθηκε στο λάθος τόπο τη λάθος στιγμή, νευρίασε και παραφέρθηκε, αλλά δεν είχε σκοπό –όπως δήλωνε– να βάψει τα χέρια του με το αίμα ενός αμούστακου νέου.
Υποστήριζε μάλιστα πως είχε μετανιώσει φρικτά για τη βίαιη δολοφονία, αλλά και για το γεγονός ότι δεν επέδειξε την απαιτούμενη αυτοσυγκράτηση.
Το χρονικό της τραγωδίας σύμφωνα με τον πορτιέρη Μ.Α.
Ο Μ. Α. είχε πει τη δική του εκδοχή για εκείνη τη νύχτα ενώ ήταν προφυλακισμένος: «Ήμουν πάνω στη μηχανή μου και πήγαινα στο club όπου δούλευα. Ήταν λίγο μετά τις 11.00 το βράδυ. Ξαφνικά με προσπέρασε ο 18χρονος συγκατηγορούμενός μου, που δούλευε ως παρκαδόρος στο beach bar. Με πλεύρισε και μου είπε ότι κάποια παιδιά κλέψανε μια τσάντα από το bar και ότι τα έχουν σταματήσει λίγα μέτρα πιο κάτω».
Λίγα λεπτά αργότερα, ο Μ. Α. φθάνει στο σημείο όπου βρίσκονται ο Ντουζόν και η παρέα του. «Βλέπω ένα παιδί (τον Ρενέ) να είναι κοντά σε μια μάντρα και κάτι να ψάχνει. Μέσα στη μέση ήταν μια κοπέλα και ο Ντουζόν και ο ξάδερφός του, οι οποίοι λογομαχούσαν. Πλησίασα τον Ρενέ που νόμιζα ότι είχε κλέψει την τσάντα, του έπιασα το χέρι από τον καρπό και προσπάθησα να του μιλήσω. Εκείνος, τρομαγμένος, άρχισε να μου λέει: “Όχι, όχι…” Στο μεταξύ, ήρθε ο 18χρονος συγκατηγορούμενός μου και του έριξε μια κλοτσιά. Του είπα να σταματήσει».
Ο Μ. Α. απομακρύνεται από τον Ρενέ και πλησιάζει, όπως λέει, τον αδικοχαμένο Ντουζόν και τον ξάδερφό του Κάμερον. «Εκείνη τη στιγμή είδα με την άκρη του ματιού μου να σταματάει ένα αυτοκίνητο. Βγήκε ο Μάθιου, ένα άλλο παιδί που ήθελε να δει τι συμβαίνει. Με το που έφθασε κοντά μου είπε τι συμβαίνει και με έσπρωξε».
Εκείνη τη στιγμή – κατά την αφήγηση του κατηγορουμένου – η κατάσταση ήταν έκρυθμη. Ο Μ. Α. τα χάνει. Φοβάται, τον πιάνει αμόκ. «Ήμουν ένας και ήταν τρεις. Φοβήθηκα και έχασα τον έλεγχο. Έσπρωξε τον Μάθιου και χτύπησα κατά λάθος τον Ντουζόν στο πρόσωπο. Εκείνος έπεσε κάτω. Εγώ συνέχισα να παλεύω με τον Μάθιου, ο οποίος έπεσε με το κεφάλι στη μάντρα. Δεν είχα αντιληφθεί τι συνέβαινε με τον Ντουζόν. Λίγο μετά μας χώρισε ένας συγκατηγορούμενός μου. Όταν σταμάτησε ο καβγάς, ήταν όλοι όρθιοι. Και ο Ντουζόν».
Μετά το τέλος της «συμπλοκής», ο Μ.Α. ανεβαίνει στη μηχανή του και πηγαίνει κανονικά στη δουλειά του. Ξεπλένει τα ματωμένα χέρια του και αλλάζει μπλούζα. Σχολάει στις 10.00 το πρωί και πάει για ύπνο στο σπίτι της κοπέλας του. Ξυπνάει στις 5.30 το απόγευμα και ανυποψίαστος για το τι έχει συμβεί, πηγαίνει στην απογευματινή δουλειά του. Εκείνη την ώρα μπαίνουν μέσα οι αστυνομικοί.
«Μου είπαν ότι την προηγούμενη νύχτα είχε γίνει ένα ατύχημα και είχε χτυπήσει ένα παιδί. Τους είπα ότι είχε σημειωθεί συμπλοκή στην οποία συμμετείχα. Με πήραν μαζί τους στο τμήμα. Η ανάκριση κράτησε είκοσι τέσσερις ώρες», λέει και συνεχίζει: «Στο τμήμα έμαθα ότι ο Ντουζόν ήταν σε κώμα και τότε μου είπαν ότι εμπλέκομαι και κατηγορούμαι για απόπειρα ανθρωποκτονίας. Εκείνη τη στιγμή δεν είχα συνειδητοποιήσει πού βρισκόμουν. Ήμουν χαμένος. Δεν περίμενα ότι ήταν τόσο σοβαρά τα πράγματα. Προσπαθούσα να καταλάβω και να θυμηθώ τι είχε συμβεί. Όλα μου έμοιαζαν σαν εφιάλτης. Αδυνατούσα να σκεφτώ λογικά και να πω τι είχε γίνει».
Λίγα εικοσιτετράωρα μετά το συμβάν ο 20χρονος Αυστραλός ξεψυχά και ο Μ.Α. απολογείται στον ανακριτή Σύρου. Προφυλακίζεται και μετάγεται στην Α’ Πτέρυγα των φυλακών Κορυδαλλού ενώ πρωτόδικα είχε καταδικαστεί σε 22 έτη και έξι μήνες φυλάκιση για πρόκληση θανατηφόρων σωματικών βλαβών, καθώς και ακόμη δύο υπάλληλοι του κέντρου, που είχαν καταδικαστεί σε 8 έτη και 3 μήνες ο ένας και σε 7,5 έτη ο άλλος, για άμεση συνέργεια.
Τον Οκτώβριο του 2013 και μετά από έφεση που κατέθεσαν οι τρεις κατηγορούμενοι και ύστερα από τρίωρη συνεδρίαση, το δικαστήριο μείωσε τις ποινές των τριών κατηγορουμένων προκαλώντας σοκ στην οικογένεια του αδικοχαμένου 20χρονου Αυστραλού, που περίμενε δικαίωση.
Ο πρώτος καταδικάστηκε σε 16 χρόνια κάθειρξη, ο δεύτερος σε πέντε έτη και δύο μήνες και ο τρίτος σε τέσσερα έτη και 11 μήνες. Για τους δύο τελευταίους η ποινή μετατράπηκε σε εξαγοράσιμη, έναντι 5 ευρώ την ημέρα, και αφέθηκαν ελεύθεροι, ενώ ο πρώτος επέστρεψε στον Κορυδαλλό όπου εξέτισε την ποινή του.
Για την απόφαση του δικαστηρίου μετά την έφεση είχε δηλώσει ο πατέρας του 20χρονου Ντουζόν: «Αισθανόμαστε ότι μας αρνούνται τα δικαιώματά μας. Και θα εμφανιστούμε στον Άρειο Πάγο. Θα εξετάσουμε τα έγγραφα από τη Σύρο και θα ζητήσουμε αίτηση αναίρεσης της απόφασης για αυτό που έκαναν στην οικογένειά μας. Και θα εξετάσουμε τις επιλογές μας για να πάμε στο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο».
Τα γεγονότα όπως γράφηκαν στην 80σελιδη δικογραφία
Μέσα σε ογδόντα πυκνογραμμένες σελίδες ενός δικαστικού εγγράφου, η εισαγγελέας Πρωτοδικών Σύρου Ευσταθία Σαλμά ρίχνει στον «Καιάδα» τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς των κατηγορουμένων περί «απλής συμπλοκής» που είχε ως στόχο να… αναγκάσει τον Ντουζόν και την παρέα του να επιστρέψουν την τσάντα που υποτίθεται ότι είχαν κλέψει από το beach bar. Μέσω της πρότασης προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Σύρου, η εισαγγελική λειτουργός κάνει λόγο για καταδίωξη του θύματος και της παρέας του από τους κατηγορουμένους και για βάρβαρο ξυλοδαρμό (με κλομπ και μπουνιές) του Ντουζόν από τον 26χρονο σεκιουριτά Μ.Α. που προκάλεσε το θάνατο του νεαρού Αυστραλού λίγα εικοσιτετράωρα αργότερα. Ετσι, προτείνει να παραπεμφθεί σε δίκη κατηγορούμενος για σωρεία αδικημάτων ο 26χρονος άνδρας, ενώ ζητεί να κάτσουν επίσης στο εδώλιο ο 18χρονος Ε.Π., ο 48χρονος Γ.Χ., ο 37χρονος Δ.Β. και ο ιδιοκτήτης του beach bar Σ.Δ.
«Το έπαιζαν αστυνομικοί»
Σύμφωνα με τα «πραγματικά περιστατικά» της υπόθεσης (όπως τα χαρακτηρίζει η εισαγγελική πρόταση), οι διακοπές θανάτου του άτυχου Ντουζόν στη χώρα μας ξεκίνησαν την Κυριακή 27 Ιουλίου 2008. Εκείνη τη μέρα έφτασε μαζί με τον ξάδερφό του Κάμερον στη χώρα μας και «σάλπαραν» αμέσως για τη Μύκονο. Το επόμενο απόγευμα τα δύο ξαδέλφια αποφάσισαν να επισκεφθούν γνωστό beach bar της Μυκόνου που βρίσκεται στο Καλαμοπόδι. Εκεί συνάντησαν και άλλους ομοεθνείς τους, ήπιαν, χόρεψαν και έφυγαν γύρω στις 23.30 το βράδυ. Στην παρέα είχαν μείνει ο Ντουζόν, ο ξάδερφός του, μια κοπέλα και ένα ακόμη αγόρι, ο Ρενέ. Οι τέσσερις νέοι -σύμφωνα με την εισαγγελική πρόταση- ανέβηκαν σε μια «γουρούνα» και πήραν το δρόμο της επιστροφής.
Ωστόσο, λίγα λεπτά αργότερα, το θύμα και ο ξάδερφός του, επειδή φοβήθηκαν πάνω στη μηχανή, κατέβηκαν και κατευθύνθηκαν με τα πόδια στην πλησιέστερη στάση λεωφορείου. Κάπου εκεί ξεκινάει το «θρίλερ». Σύμφωνα με την εισαγγελέα, ο 18χρονος κατηγορούμενος Ε.Π., ο οποίος εργαζόταν ως παρκαδόρος στο beach bar, άγνωστο για ποιο λόγο, καταδίωξε τη «γουρούνα» με το μηχανάκι του. «…Κρατώντας έναν αναμμένο φακό την πλησίασε από αριστερά και φώναξε προς τους Αυστραλούς στα αγγλικά “Police, police!” Ο οδηγός της “γουρούνας” δεν σταμάτησε, αλλά συνέχισε την πορεία του κανονικά, καθόσον είδε ότι ο οδηγός του μοτοποδηλάτου φορούσε ένα κίτρινο μπλουζάκι και έτσι αντιλήφθηκε ότι δεν επρόκειτο για αστυνομικό. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος προσέγγισε και πάλι τη “γουρούνα”, αλλά αυτή τη φορά άρχισε να πετάει πέτρες προς το μέρος τους, θέλοντας προφανώς να αναγκάσει τους επιβάτες να σταματήσουν» αναφέρεται χαρακτηριστικά στο δικόγραφο.
Την ίδια στιγμή, ο Ντουζόν και ο ξάδερφός του περπατούσαν αμέριμνοι στο δρόμο. Ξαφνικά, το δρόμο τούς έκοψε ένα μαύρο θηριώδες τζιπ μάρκας Suzuki. Τους ακινητοποίησε, όπως και τους δύο φίλους τους που επιβιβάζονταν στη «γουρούνα». Από το τζιπ βγήκαν οι τέσσερις κατηγορούμενοι, Μ.Σ., Ε.Π., Γ.Χ. και Δ.Β. Ο 26χρονος μπράβος και ο 48χρονος Γ.Χ. κράταγαν στα χέρια τους ένα πτυσσόμενο μεταλλικό κλομπ. Κατά την εισαγγελέα, το σκηνικό εκτυλίχθηκε ως εξής: «Οι τέσσερις κατηγορούμενοι φώναξαν προς τους δύο Αυστραλούς “Police”, αμέσως μετά ο Μ.Σ. και ο Γ.Χ. άνοιξαν σε πλήρη έκταση τα κλομπ. Τότε ο Ντουζόν και ο Κάμερον στάθηκαν γυρισμένοι με μέτωπο προς τον τοίχο και έβαλαν τα χέρια τους πάνω στον τοίχο, θέλοντας έτσι να καταστήσουν σαφές ότι δεν σκοπεύουν να προβάλουν αντίσταση και ελπίζοντας ότι ενδεχομένως πρόκειται για ληστεία και ότι μετά θα τους αφήσουν να φύγουν. Ο Γ.Χ. άρχισε να ψάχνει μέσα στις τσέπες τους, χωρίς όμως να αφαιρέσει οτιδήποτε».
«Τα θανατηφόρα χτυπήματα»
Ωστόσο, το «παιχνίδι» των δραστών δεν είχε τελειώσει ακόμη… Αφού ολοκληρώθηκε ο υποτιθέμενος έλεγχος, ο 26χρονος προφυλακισμένος Μ.Α. που δούλευε ως security στο beach bar χτύπησε με το κλομπ τον ξάδερφο του Ντουζόν στο πρόσωπο επιδιώκοντας -κατά την εισαγγελέα- «την επέλευση του θανάτου του και πάντως -οπωσδήποτε- αποδεχόμενος εσωτερικά το ορατό ενδεχόμενο να προκαλέσει το θάνατο του θύματος». Ο Κάμερον είχε την τύχη με το μέρος του καθώς γλίτωσε με κακώσεις στο κεφάλι και κατάγματα στη μύτη.
Δεν συνέβη το ίδιο όμως και με τον Ντουζόν. Σύμφωνα με την πρόταση της εισαγγελέως, «ο Μ.Α. ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση στράφηκε εναντίον του λεπτοκαμωμένου Ντουζόν και άρχισε να τον χτυπά με το πτυσσόμενο μεταλλικό κλομπ στο κεφάλι και δη σε αμφότερες τις κροταφικές χώρες, ιδιαίτερα, δε, στο μέτωπο και την αριστερή κροταφική χώρα». Ο 20χρονος νέος λύγισε και σωριάστηκε αιμόφυρτος στην άσφαλτο. Ωστόσο, το θέαμα με τον νεαρό Αυστραλό να καταρρέει δεν καταλάγιασε τη «μανία» του κατηγορουμένου. Αντίθετα, «εξακολούθησε να τον χτυπάει και πεσμένο ακόμη με γροθιές σε όλο του το σώμα», οι οποίες πιθανότατα του προκάλεσαν τις πνευμονικές θλάσεις που διαπιστώθηκαν από την ιατροδικαστική έκθεση.
Αμέσως μετά, ο 26χρονος σεκιουριτάς ξέσπασε κατά του Ρενέ, του άλλου αγοριού από την Αυστραλία. «Με κεφαλοκλείδωμα τον έστρεψε με μέτωπο προς τον παρακείμενο μαντρότοιχο και ακολούθως τον χτύπησε με γροθιά στο μέτωπο, ενώ ταυτόχρονα ο κατηγορούμενος Ε.Π. του κατάφερε μια κλοτσιά στη μέση, χωρίς να έχει προηγηθεί οποιαδήποτε πρόκληση ή διένεξη, ούτε καν συζήτηση μεταξύ των δραστών και του Ρενέ» αναφέρει η πρόταση της εισαγγελέως. Ενώ λοιπόν ο 20χρονος Ντουζόν κειτόταν ημιθανής στο έδαφος και οι δύο φίλοι του είχαν χτυπηθεί σοβαρά, η παρέα των «νταήδων» στράφηκε εναντίον και του Μάθιου, ενός άλλου Αυστραλού, ο οποίος έτυχε να περνάει με την κοπέλα του και σταμάτησε να δει τι συμβαίνει. «Ο Μ.Α. χωρίς καμία αφορμή τον έσπρωξε με άγριο ύφος, τράβηξε την μπλούζα του και τον χτύπησε με γροθιές στο κεφάλι, ενώ ταυτόχρονα προσέτρεξε ο Γ.Χ. μαζί με άλλα δύο άγνωστα πρόσωπα, τον άρπαξαν όλοι μαζί και χτύπησαν τουλάχιστον δύο με τρεις φορές το κεφάλι του πάνω στο παρακείμενο πετρόχτιστο τοιχίο, ώσπου τελικά τον άφησαν αιμόφυρτο» αναγράφεται στο δικόγραφο.
«Αμέσως μετά τον τραυματισμό του Μάθιου, οι τέσσερις κατηγορούμενοι επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο και αναχώρησαν» καταλήγει η εισαγγελική πρόταση. Πίσω τους βέβαια άφησαν τον βαριά χτυπημένο Ντουζόν και την παρέα του. Η συνέχεια είναι γνωστή: το άτυχο παλικάρι ανέκτησε για λίγο τις αισθήσεις του, σηκώθηκε από το έδαφος και επιβιβάστηκε στο ασθενοφόρο που κατέφτασε. Εκεί μέσα όμως έχασε και πάλι την επαφή με το περιβάλλον και δεν ξύπνησε ποτέ. «Εσβησε» από τη βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση που του προκάλεσαν τα χτυπήματα του νεαρού σεκιουριτά και «έφυγε» στις 2 Αυγούστου 2008, μέσα στο νοσοκομείο «Ερρίκος Ντυνάν»”.