Οι δυο γυναίκες είχαν πιαστεί στα χέρια και βρίζονταν. Η μια καλούσε την άλλη να φύγει από το σπίτι της και δυο αγόρια φώναζαν: «μαμά, μαμά» και έκλαιγαν
Ένας άνδρας έφτασε με το αυτοκίνητο του και τράβηξε από τον καυγά την μια γυναίκα η οποία έφυγε τρέχοντας γεμάτη αίματα.
Η περιγραφή ανήκει στον γείτονα της 35χρονης που βρήκε φρικτό θάνατο, τον Αύγουστο του 2016, από τα χέρια της «φόνισσας του Κορωπίου» η οποία φέρεται να της επιτέθηκε με μαχαίρι το οποίο χρησιμοποιούν οι χασάπηδες για το ξεκοκάλισμα κρεάτων μπροστά στα μάτια των παιδιών της. Όπως θα έλεγε μήνες αργότερα στο δικαστήριο ο γείτονας που άθελα του έγινε αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας της άτυχης γυναίκας η αυλή του σπιτιού ήταν γεμάτη αίματα «σαν να είχαν σφάξει μοσχάρι. Όλο το τσιμέντο και το τοιχίο είχε αίμα…».
Όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια ο 41χρονος πρώην σύζυγος της 35χρονης ο οποίος διατηρούσε επί σειρά ετών παράλληλη σχέση με τις δυο γυναίκες, με τις οποίες είχε αποκτήσει τέσσερα παιδιά, αποτέλεσε την πέτρα του σκανδάλου σε μια ιστορία που τελικά βάφτηκε με αίμα.
Μήλον της έριδος
Το κουβάρι της υπόθεσης, σύμφωνα με την αδελφή του θύματος, άρχισε να ξετυλίγεται το Φθινόπωρο του 2014 όταν η 27χρονη τηλεφώνησε στην αδελφή της και της είπε πως σε μια εβδομάδα επρόκειτο να γεννήσει το παιδί του συζύγου της. Όταν ο 41χρονος σύζυγος του θύματος, που έγινε μήλον της έριδος, κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις ισχυρίστηκε πως η σχέση του με τη νεαρή γυναίκα ήταν επιπόλαιη και το παιδί δεν ήταν δικό του. Δέχτηκε, μάλιστα, να κάνει και τεστ DNA. Στους μήνες που ακολούθησαν σημειώθηκαν εντάσεις, βίαια επεισόδια, απειλές.
Ο 41χρονος ισχυριζόταν ότι προσπαθούσε να μην εξαγριώσει την 27χρονη η οποία, όπως έλεγε, απειλούσε ότι θα κάνει κακό στη σύζυγο και τα δυο παιδιά του. Το καλοκαίρι του 2015 η 35χρονη ζήτησε διαζύγιο όταν ανακάλυψε πως η 27χρονη ήταν έγκυος στο δεύτερο παιδί της. Σύμφωνα με τους συγγενείς του θύματος, ο επίλογος της ιστορίας άρχισε να γράφεται ένα περίπου μήνα πριν τη στυγερή δολοφονία όταν ο 41χρονος μετακόμισε στο συνεργείο που διατηρούσε και επιχείρησε να αποκαταστήσει τη σχέση του με τους δυο γιού του με τους οποίους είχε να επικοινωνήσει οκτώ μήνες.
Πήγε προετοιμασμένη
Το μοιραίο βράδυ του Αυγούστου η 27χρονη, σύμφωνα με την κατηγορία, πήγε οπλισμένη στο σπίτι της 35χρονης και της επιτέθηκε. Όπως εκμυστηρεύτηκαν αργότερα στους συγγενείς τους τα δυο παιδιά που είδαν τη δολοφονία της μητέρας τους φώναζαν: «Μην σκοτώνεις τη μαμά μου» με την 27χρονη να μην συγκινείτια και να τους απαντά: «είναι εμπόδιο». Τα παιδιά επιχείρησαν να τη σταματήσουν αλλά χωρίς αποτέλεσμα. «Ήταν τέτοια η μανία της που ξαναχτύπησε την αδελφή μου… Η αδελφή μου ήταν στα γόνατα και η κατηγορούμενη από πάνω της και τη χτυπούσε. Τα παιδιά προσπαθούσαν να της πάρουν το μαχαίρι από τα χέρια . Τελικά, ο μικρός κατάφερε να της πάρει το μαχαίρι από τα χέρια και να το πετάξει στο διπλανό οικόπεδο» ανέφερε η αδελφή του θύματος μεταφέροντας τις περιγραφές των ανιψιών της.
Ωστόσο, η αποκαλούμενη «φόνισσα του Κορωπίου» έδωσε τη δική της εκδοχή για τη στιγμή της δολοφονίας όταν, τον Ιούλιο του 2017, βρέθηκε ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας.
«Μακάρι να μπορούσα…»
Η γυναίκα έστρεψε τα βέλη της προς τον σύντροφο της και πατέρα των δυο παιδιών της και τον υπέδειξε ως «μοιραίο άνδρα» και για τις δυο γυναίκες. «Δεν ξέρω πως να αποκαλέσω αυτό τον άνθρωπο (σ.σ. το σύντροφο της). Δεν ξέρω αν η ζωή υπήρχε όταν ήμουν μαζί του, δεν έβλεπα τίποτα άλλο… με είχε τυφλώσει ο έρωτας. Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω» είπε. Η 27χρονη ισχυρίστηκε πως το βράδυ της 3ης Αυγούστου 2016 δέχτηκε επίθεση από το θύμα το οποίο απείλησε το παιδί της, αλλά όταν κλήθηκε να δώσει λεπτομέρειες για τη στιγμή του εγκλήματος επαναλάμβανε πως δεν θυμάται. «Τρελάθηκα… Δεν ξέρω πως αντέδρασε το μυαλό μου εκείνη την ώρα. Πήρα το μαχαίρι.» είπε κλαίγοντας.
Ισόβια χωρίς ελαφρυντικά
Τα λόγια της δεν έπεισαν την εισαγγελέα της έδρας η οποία έκανε λόγο για ένα «προσχεδιασμένο, βίαιο έγκλημα». «Έγκλημα βίαιο, με σωματική επαφή, με αίμα και την παρουσία τριών παιδιών. Η ίδια έκανε αναφορά στη μητρότητα, όμως αγνόησε την ύπαρξη του ίδιου του παιδιού της» ανέφερε χαρακτηριστικά η εισαγγελική λειτουργός η οποία ζήτησε την ενοχή της νεαρής κατηγορούμενης.
Τελικά, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο έκρινε ομόφωνα ένοχη την 27χρονη, χωρίς κανένα ελαφρυντικό και της επέβαλε ισόβια κάθειρξη και επιπλέον φυλάκιση 18 μηνών. Νωρίτερα, δικαστές και ένορκοι είχαν απορρίψει το αίτημά της να της αναγνωριστεί έστω και ένα ελαφρυντικό το οποίο θα «έσπαγε» τα ισόβια.
H αποκάλυψη μετά τη δολοφονία: Γιαγιά της 26χρονης φόνισσας ήταν η επίσης δολοφόνος «Τίγρης του Κορωπίου»
Εγγονή της «Τίγρης του Κορωπίου» υπόθεση που συγκλόνισε το πανελλήνιο το 1963 φαίνεται πως είναι η 26χρονη που δολοφόνησε την πρώην σύζυγο του συντρόφου της στο Κορωπί.
Στις 23 Οκτωβρίου του 1963, ώρα 10 το βράδυ, ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου κοιμόταν στο σπίτι του, καλυμμένος με μια κουβέρτα. Η σύζυγός του Ελένη, περπατούσε στις μύτες των ποδιών της για να μην τον ξυπνήσει και σιγά σιγά, έκλεισε όλα τα παράθυρα και κλείδωσε τις πόρτες του σπιτιού. Χωρίς να πει κουβέντα, τον περιέλουσε με βενζίνη και πέταξε πάνω του ένα αναμμένο σπίρτο. Ο Παπαϊωάννου τυλίχτηκε στις φλόγες και άρχισε να ουρλιάζει, αλλά η Ελένη πρόλαβε να φύγει απ’ το σπίτι. Οι απόκοσμες κραυγές του ξύπνησαν τον γείτονα, ο οποίος έτρεξε να βοηθήσει. Η πόρτα όμως ήταν κλειδωμένη και δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα. Η Ελένη Παπαϊωάννου είχε ήδη φτάσει στο αστυνομικό τμήμα Κορωπίου, όπου ομολόγησε: “Έβαλα φωτιά και έκαψα τον άνδρα μου. Ήρθα να παραδοθώ. Δεν μετανοώ”. Όταν οι αρχές άνοιξαν τις πόρτες του σπιτιού, βρήκαν το απανθρακωμένο χέρι του Παπαϊωάννου γαντζωμένο στο χερούλι του παραθύρου.
Η Τίγρης του Κορωπίου
Η Ελένη Παπαϊωάννου ήταν 27 χρόνων και μητέρα δύο παιδιών, όταν αποφάσισε να σκοτώσει τον άντρα της. Πριν από λίγο καιρό, το θύμα είχε επιτεθεί σε έναν άλλο άντρα, εν ονόματι Βασιλείου, που πίστευε ότι ήταν ο εραστής της γυναίκας του. Το δικαστήριο έστειλε κλήση στο σπίτι τους καλώντας τον σε δίκη, αλλά η Παπαϊωάννου την έκρυψε και ο άντρας της δεν εμφανίστηκε ποτέ. Η δίκη πραγματοποιήθηκε ερήμην του και καταδικάστηκε σε 20 μέρες φυλάκιση. Την ημέρα που το θύμα έμαθε την απόφαση του δικαστηρίου, η Ελένη αγόρασε τρία μπιτόνια βενζίνης από το παντοπωλείο. Το απόγευμα έστειλε την μικρή τους κόρη για να πάρει άλλα δύο και το βράδυ, πήγε τα παιδιά στο σπίτι της μητέρας της και τα άφησε εκεί. Δεν ήθελε να δουν τον πατέρα τους να καίγεται ζωντανός.
Η δίκη της Παπαϊωάννου
Οι καταθέσεις των μαρτύρων περιέγραφαν δύο πολύ διαφορετικές καταστάσεις. Ο αδελφός του Παναγιώτη Παπαϊωάννου και η σύζυγός του, κατέθεσαν ότι η Ελένη ήταν μία ανήθικη γυναίκα, που διατηρούσε ερωτικό δεσμό με τον Βασιλείου πριν και μετά το γάμο της. Ο άντρας της ντρεπόταν να κυκλοφορήσει στην κοινωνία, γιατί “είχε κέρατα και όλοι τον κορόιδευαν”. Η Ελένη έφευγε απ’ το σπίτι και αναγκαζόταν να μεσολαβήσει η μητέρα της για να γυρίσει πίσω στον άντρα και τα παιδιά της. Το θύμα, σύμφωνα με τον αδελφό του, ουδέποτε χτύπησε ή φώναξε στη γυναίκα του. Ήταν ένα υποδειγματικός σύζυγος και στοργικός πατέρας, που ανεχόταν υπομονετικά τις απιστίες της Ελένης.
Η εκδοχή της Ελένης
Όμως, οι καταθέσεις άλλων μαρτύρων δεν έδιναν την ίδια εικόνα. Ο Παπαϊωάννου ήταν ένας αθεράπευτος γυναικάς, που συνήθιζε να λέει περήφανα ότι “το ξένο είναι πιο γλυκό”. Μεθούσε συχνά και απειλούσε τη γυναίκα του ότι θα τη διώξει απ’ το σπίτι. Η κατάθεση της κατηγορούμενης αποκάλυψε την τραγική της ιστορία. Η μητριά της την έστειλε να γίνει υπηρέτρια στο σπίτι του θύματος, όταν ήταν 15 χρονών. Ο Παπαϊωάννου τη βίασε. Τότε τα αδέρφια της τον ανάγκασαν να την παντρευτεί, επειδή την ατίμασε. Απέκτησαν δύο παιδιά για τα οποία δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ. Σπαταλούσε όλα του τα χρήματα στο ποτό, ενώ η οικογένειά του πεινούσε. Όταν η Ελένη του ζήτησε χρήματα για να αγοράσει γάλα, της είπε να βγει στο πεζοδρόμιο. Όπως είπε στο δικαστήριο, όταν τόλμησε να ξαναζητήσει λεφτά ο σύζυγός της άρπαξε ένα μαχαίρι και απείλησε να τη σκοτώσει. Δεν του έδωσε την κλήση του δικαστηρίου, γιατί φοβήθηκε ότι ο άντρας της θα γινόταν έξαλλος και θα σκότωνε τον Βασιλείου, με τον οποίο η Παπαϊωάννου δεν είχε ποτέ ερωτική σχέση. Ο ίδιος ο Βασιλείου αρνήθηκε κατηγορηματικά οποιαδήποτε ανάμειξη με την κατηγορούμενη. Το θύμα τον είχε δει μια μέρα να μιλάει με την Παπαϊωάννου, έξω από ένα ζαχαροπλαστείο, όπου αντάλλασσαν τυπικούς χαιρετισμούς. Του επιτέθηκε και του έκοψε τη μύτη. Η κατηγορούμενη φοβήθηκε για τη ζωή της, όταν ο σύζυγός της έμαθε την απόφαση του δικαστηρίου και τον σκότωσε, πριν προλάβει να της κάνει κακό. Ολοκλήρωσε την κατάθεσή της με τα εξής λόγια: “Μετανιώνω για αυτό που έκανα, επειδή δεν έπρεπε να αφαιρέσω τη ζωή ενός ανθρώπου. Αλλά η ζωή μου είχε γίνει μαρτύριο. Τώρα χρωστάω μια ζωή. Πάρτε την. Μόνο γλιτώστε τα παιδιά μου από τα χέρια του κουνιάδου μου”. Οι ένορκοι πίστεψαν την ιστορία της και αναγνώρισαν τα ελαφρυντικά “του πρότερου έντιμου βίου” της. Η “Τίγρης του Κορωπίου” απέφυγε το εκτελεστικό απόσπασμα και καταδικάστηκε σε κάθειρξη 18 ετών. Καθώς τη μετέφεραν στις φυλακές, η Ελένη Παπαϊωάννου χαμογελούσε, γιατί κατάφερε να αποδείξει την κακοποίηση που δεχόταν στα χέρια του συζύγου της.