Δηλώσεις του Διευθυντή της Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας, Ταξίαρχου Γεώργιου Καρβουνάκη και του Εκπροσώπου Τύπου της Ελληνικής Αστυνομίας, Αστυνομικού Υποδιευθυντή Θεόδωρου Χρονόπουλου για υπόθεση εξάρθρωσης δυο εγκληματικών οργανώσεων που ενέχονται σε κακουργηματικής μορφής πλαστογραφίες για την εισαγωγή στη χώρα μας προϊόντων και σε ξέπλυμα μαύρου χρήματος
Δηλώσεις Διευθυντή της Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας, Ταξίαρχου Γεώργιου Καρβουνάκη:
«Καλησπέρα σας.
Σας ευχαριστούμε που είστε εδώ ακόμη μια φορά και μας τιμάτε. Σήμερα σας καλέσαμε προκειμένου να σας παρουσιάσουμε την εξάρθρωση δύο εγκληματικών οργανώσεων που συνδέονται μεταξύ τους και δραστηριοποιούνται στην εισαγωγή και διακίνηση στον ελλαδικό χώρο τεραστίων ποσοτήτων απομιμητικών προϊόντων.
Συνελήφθησαν (20) άτομα, κατηγορούνται άλλοι (66). Από τα (20) άτομα τα οποία συνελήφθησαν οι (4) είναι δημόσιοι λειτουργοί, οι οποίοι διευκόλυναν και παρείχαν πληροφορίες σ’ αυτά τα εγκληματικά δίκτυα.
Από την Υπηρεσία μας έχει τεκμηριωθεί η νομιμοποίηση εσόδων από αυτές τις εγκληματικές δραστηριότητες, δηλαδή ξέπλυμα χρήματος, με την αγορά τουριστικών λεωφορείων και τη δημιουργία τουριστικού γραφείου, το οποίο λειτουργούσε στη Θεσσαλονίκη.
Επιπλέον έχει τεκμηριωθεί η εξαγωγή στην Τουρκία μεγάλων χρηματικών ποσών υπό τη μορφή μετρητών. Αναλυτική παρουσίαση της υπόθεσης θα πραγματοποιήσει ο Εκπρόσωπος Τύπου του Αρχηγείου.»
Δηλώσεις Εκπροσώπου Τύπου της Ελληνικής Αστυνομίας, Αστυνομικού Υποδιευθυντή Θεόδωρου Χρονόπουλου:
«Κυρίες και κύριοι καλησπέρα σας.
Όπως σας προανέφερε ο κ. Ταξίαρχος, από τη Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας εξαρθρώθηκαν δύο αυτοτελείς διεθνικές εγκληματικές οργανώσεις, που δραστηριοποιούνταν συστηματικά στην εισαγωγή και διακίνηση (εμπορία) μεγάλων ποσοτήτων παραποιημένων – απομιμητικών προϊόντων (γνωστών εμπορικών οίκων), ως δήθεν γνήσια είδη, κυρίως ειδών ένδυσης και αθλητικών υποδημάτων από την Τουρκία στη χώρα μας, αποκομίζοντας τεράστια οικονομικά οφέλη.
Από τη Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας αξιοποιήθηκε κατάλληλα πληροφοριακό υλικό, και σε συνεργασία με την Υποδιεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας Βορείου Ελλάδος, πραγματοποιήθηκε συντονισμένη αστυνομική επιχείρηση την 16 και 17 Δεκεμβρίου 2018, σε περιοχές της Αττικής, της Θεσσαλονίκης, της Αλεξανδρούπολης και της Ξάνθης. Στο πλαίσιο της επιχείρησης συνελήφθησαν συνολικά 20 μέλη και από τις δύο εγκληματικές οργανώσεις (14 για την πρώτη και 6 από την δεύτερη), ενώ ταυτοποιήθηκαν και αναζητούνται άλλα 66 άτομα.
Σε βάρος τους σχηματίστηκε δικογραφία κακουργηματικού χαρακτήρα για -κατά περίπτωση – εγκληματική οργάνωση, πλαστογραφία, δωροδοκία υπαλλήλου, δωροληψία υπαλλήλου, κατάχρηση εξουσίας, απιστία σχετική με την υπηρεσία, παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου, αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος, τις νομοθεσίες περί Σημάτων, κανόνες ρύθμισης της αγοράς προϊόντων και της παροχής υπηρεσιών και άλλες διατάξεις, πρόληψη και καταστολή της νοµιµοποίησης εσόδων από εγκληµατικές δραστηριότητες και φοροδιαφυγή.
Από τη διερεύνηση της υπόθεσης, χρησιμοποιώντας όλες τις διαθέσιμες και ενδεδειγμένες ανακριτικές μεθόδους προέκυψαν τα παρακάτω:
Α΄ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ:
Η δραστηριότητα της πρώτης οργάνωσης ξεκίνησε τουλάχιστον από τα μέσα του έτους 2016, και πρόκειται για δομημένη ομάδα, με ιεραρχική διάρθρωση και διακριτούς ρόλους, η οποία είχε διαρκή δράση. Καθοδηγητική και κατευθυντήρια συμβολή στη δημιουργία της οργάνωσης και στη σχεδίαση και εκδήλωση των επιμέρους εγκληματικών δραστηριοτήτων είχαν τέσσερα μέλη, με απώτερο σκοπό τη μεγιστοποίηση του παράνομου κέρδους της μέσω της τέλεσης περισσότερων αξιοποίνων πράξεων σχετικά με την κατ’ επάγγελμα, κατά συνήθεια και κατ’ εξακολούθηση τέλεση πλαστογραφίας, από την οποία το οικονομικό όφελος υπερβαίνει τα (120.000) ευρώ.
Παράλληλα, για την υποβοήθηση του έργου της οργάνωσης, ηγετικό μέλος αυτής «στρατολόγησε» τρεις τελωνειακούς υπάλληλους και εξασφάλισε τη συνδρομή τους, έτσι ώστε να παραλείπουν τη διενέργεια ελέγχου σε συγκεκριμένα εμπορεύματα που περιείχαν μεγάλες ποσότητες ειδών ένδυσης, υπόδησης κ.α., στα οποία είχαν τεθεί πλαστά σήματα επώνυμων εμπορικών οίκων και ήταν συσκευασμένα σε δέματα ή σάκους.
Οι υπάλληλοι αυτοί ενημέρωναν επίσης το συγκεκριμένο αρχηγικό μέλος ως προς το χρόνο που εργάζονταν ώστε να προγραμματίζεται ο χρόνος διέλευσης από το Τελωνείο των φορτηγών που μετέφεραν τα παράνομα εμπορεύματα, με σκοπό την αποφυγή ελέγχων και την παρεπόμενη βεβαίωση σχετικών διοικητικών προστίμων, ενέργεια από την οποία προκαλείτο ζημία στα έσοδα του δημοσίου.
Σημειώνεται ότι, ποσότητες απομιμητικών προϊόντων, καθ’ υπόδειξη των αρχηγικών μελών, μεταφέρονταν με φορτηγά διεθνών μεταφορών από την Τουρκία στη χώρα μας, μέσω Βουλγαρίας, τα οποία μετέφεραν, συγκαλυμμένα, παράλληλα με μη επώνυμα είδη.
Τα υπόλοιπα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης δρούσαν υπό την καθοδήγηση των αρχηγικών μελών και συνεισέφεραν στο σκοπό της εγκληματικής ομάδας, αναλαμβάνοντας, κυρίως την παραλαβή, αποθήκευση, διακίνηση και παράδοση των εισαγόμενων εμπορευμάτων (είδη ένδυσης, υπόδησης, δερμάτινες τσάντες, κ.α), που αποτελούσαν προϊόντα απομίμησης ή μη επώνυμα είδη και σε ορισμένες περιπτώσεις εισέπρατταν χρηματικά ποσά που αναλογούσαν στη διακίνηση των εμπορευμάτων.
Στην ίδια οργάνωση συμμετείχαν και οι τελικοί αποδέκτες των εν λόγω εμπορευμάτων. Τα προαναφερόμενα μέλη της οργάνωσης, είτε διατηρούσαν επιχειρήσεις χονδρικού και λιανικού εμπορίου (καταστήματα ένδυσης, υπόδησης κ.α.) είτε δραστηριοποιούνταν στο υπαίθριο εμπόριο, σε διαφορές περιοχές της χώρας. Επίσης σε ορισμένες περιπτώσεις διαχειρίζονταν παράνομα «ηλεκτρονικά καταστήματα», μέσω των οποίων διατίθονταν προς πώληση τα εμπορεύματα που διακινούσαν τα λοιπά μέλη της οργάνωσης, επιχειρώντας όσον αφορά τα προϊόντα απομίμησης να παραπλανήσουν το καταναλωτικό κοινό ως προς την αληθινή προέλευση και ποιότητα αυτών, ως δήθεν παραχθέντων και τεθέντων στην αγορά με την έγκριση των νόμιμων εταιριών.
Ειδικότερα, τα αρχηγικά μελή της οργάνωσης, διεύθυναν δυο -2- διακριτά εγκληματικά δίκτυα τα οποία αναλάμβαναν τη διακίνηση των εμπορευμάτων, με διαφορετικό ωστόσο πελατολόγιο για κάθε δίκτυο. Η εν λόγω οργάνωση αναλάμβανε τη συγκέντρωση ποσοτήτων απομιμητικών προϊόντων σε μεταφορική εταιρεία στην Τουρκία, και με φορτηγά διεθνών μεταφορών πραγματοποιούσε την εισαγωγή τους στη χώρα μας και την περαιτέρω διάθεσή τους στα λοιπά μέλη της οργάνωσης.
Η εγκληματική οργάνωση διατηρούσε κεντρική αποθήκη στη Θεσσαλονίκη στην οποία αποθηκεύονταν προσωρινά τα εμπορεύματα, καθώς και αποθήκες σε Αθήνα, Κομοτηνή και Ξάνθη.
Ακολούθως, από την κεντρική αποθήκη της Θεσσαλονίκης τα προϊόντα διατίθονταν στα λοιπά μέλη (καταστήματα) χρησιμοποιώντας συγκεκριμένους κωδικούς. Τα βασικά μέλη της οργάνωσης ενημέρωναν σχετικά τους αποδεκτές αυτών, οργανώνοντας τις διαδικασίες για την παράδοση τους, εκδίδοντας παραστατικά για τη διακίνηση τους, τα οποία μετά την ολοκλήρωση της μεταφοράς συστήνονταν στους οδηγούς των μεταφορικών μέσων η καταστροφή τους.
Σημειώνεται ότι, τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν στην αξία των εμπορευμάτων από την Τουρκία, μεταφέρονταν παρακάμπτοντας τη μεσολάβηση τραπεζών ή ιδρυμάτων πληρωμών (προφανώς για να μην ανιχνεύονται οι συναλλαγές αυτές), για την εξόφληση των προμηθευτών, δίχως να δηλώνονται στο Τελωνείο.
Περαιτέρω, τα αρχηγικά μέλη της οργάνωσης σε συνεννόηση με τα βασικά μέλη αυτής, κατόπιν συμφωνιών για κάθε μεταφορά των παράνομων εμπορευμάτων, εισέπρατταν τέσσερα έως έξι ευρώ περίπου ανά κιλό εμπορεύματος, ανάλογα με το είδος και την κατηγορία των προϊόντων απομίμησης.
Τα μέλη της οργάνωσης, για την αποφυγή των ελέγχων και αποκάλυψης της δράσης τους, πραγματοποιούσαν τηλεφωνικές επικοινωνίες μεταξύ τους μέσω διαδικτυακών εφαρμογών και συνδέσεων κινητής τηλεφωνίας με συνδρομητές τρίτα πρόσωπα, συνομιλώντας με συγκαλυμμένες λέξεις (κώδικας επικοινωνίας). Επίσης, διέθεταν προπομπούς στα φορτηγά που μετέφεραν τα εμπορεύματα, μετά την είσοδο τους στη χώρα μας, προς τους χώρους προσωρινής αποθήκευσης.
Τα παράνομα έσοδα που προέκυψαν από την περιγραφείσα εγκληματική δραστηριότητα, τόσο στο πλαίσιο της ανωτέρω εγκληματικής οργάνωσης, όσο και στο φάσμα λειτουργίας των «εικονικών» επιχειρήσεων που δηλώνονταν ως εισαγωγείς μη επώνυμων προϊόντων, εκτιμάται ότι υπερβαίνουν το ποσό των (3.637.015) ευρώ.
Επίσης, τα μέλη της οργάνωσης με σκοπό τη νομιμοποίηση των εσόδων από την δραστηριότητά τους, επιδίωκαν μεταξύ άλλων:
-
επανεπένδυση – πραγματοποίηση αγορών (εισαγωγές εμπορευμάτων) από εταιρείες που διαχειρίζονταν αρχηγικό μέλος της οργάνωσης, οι οποίες δεν διέθεταν ρευστό σε καταθετικούς λογαριασμούς ή σημαντικό αρχικό κεφάλαιο,
-
πραγματοποίηση, πολλαπλών επικαλυπτόμενων συναλλαγών, με σκοπό την απόκρυψη της αρχικής πηγής προέλευσής των παράνομων εσόδων και
-
αγορά λεωφορείων.
Β΄ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ
Από την επεξεργασία των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης, προέκυψε ότι όμοια μέθοδο δράσης ανέπτυξε και η ανωτέρω εγκληματική οργάνωση με την περιγραφείσα στην πρώτη περίπτωση.
Ως εκ τούτου, με συχνότητα μια φορά ανά εβδομάδα περίπου, τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης εισήγαγαν συστηματικά με τις προαναφερόμενες διαδικασίες, μεγάλες ποσότητες φορτίων, είτε αποκλειστικά με είδη απομίμησης ή παραποίησης, είτε παράλληλα με αυτά, μεταφέρονταν ποσότητες μη επώνυμων ειδών.
Κατά συνέπεια, τα μέλη της ανωτέρω εγκληματικής οργάνωσης, προέβαιναν: α) στην προμήθεια – αγορά εμπορευμάτων, στα οποία είχαν ενσωματώσει – επικολλήσει – συρράψει πλαστές ετικέτες, σήματα και εν γένει διακριτικά γνωρίσματα, έτσι ώστε από αυτά να προσδιορίζεται η προέλευση τους δήθεν από ορισμένη νόμιμη επιχείρηση,
β) στη μεταφορά από την Τουρκία, εισαγωγή στη χώρα μας χωρίς να δηλώνονται (περιπτώσεις μεταφοράς με λεωφορείο) ή συγκεκαλυμμένα ως προς το πραγματικό χαρακτήρα τους, παραλαβή και αποθήκευση των προϊόντων σε κτιριακές εγκαταστάσεις στην Θεσσαλονίκη και στην Αττική και
γ) στη διανομή – παράδοση και πώλησή τους στο καταναλωτικό κοινό.
Συγκεκριμένα από την έρευνα προέκυψε ότι τα χρηματικά ποσά που μεταφέρθηκαν στην Τουρκία, χωρίς αυτό να δηλωθεί στο αρμόδιο Τελωνείο κατά την έξοδο από την Χώρα, έχουν ως ακολούθως: το 2016 χρηματικό ποσό (124.710) ευρώ, το 2017 χρηματικό ποσό (605.508) ευρώ και το 2018 χρηματικό ποσό (821.008) ευρώ, δηλαδή συνολικό χρηματικό ποσό (1.551.226) ευρώ.
Επιπλέον, προέκυψε ότι το ποσό που εισπράχθηκε από τα μέλη της οργάνωσης, στο χρονικό διάστημα από 13/03/2018 έως 02/12/2018 ως αντίτιμο για τις μεταφορές στη χώρα μας προϊόντων απομίμησης και μη επωνύμων ειδών, παραχθέντων στην Τουρκία, ανέρχεται στο χρηματικό ποσό των (1.340.901) ευρώ ενώ η ποσότητα των εμπορευμάτων που διακινήθηκαν κατά το ανωτέρω διάστημα διαπιστώθηκε ότι υπερβαίνει τα (8374) δέματα, μη συνυπολογιζόμενων των χρηματικών ποσών και ποσοτήτων που διακινήθηκαν στην Θεσσαλονίκη.
Στην υπόθεση εμπλέκονται και δυο αστυνομικοί, ο ένας από τους οποίους έχει συλληφθεί διότι υποβοηθούσε το έργο της εγκληματικής οργάνωσης με παροχή πληροφοριών, ενώ ο μη συλληφθείς, λόγω παρέλευσης αυτοφώρου, κατηγορείται για παράβαση καθήκοντος.
Από τις σωματικές έρευνες καθώς και τις έρευνες σε οικίες, αποθηκευτικούς χώρους, εταιρείες, οχήματα κ.λπ. βρέθηκαν και κατασχέθηκαν:
-
(6.051) τεμάχια διαφόρων απομιμητικών προϊόντων (ρούχα, εσώρουχα, τσάντες, πορτοφόλια, αξεσουάρ, παπούτσια κ.α.),
-
( 96 ) χρυσές λίρες,
-
(35) λογότυπα οίκου μόδας,
-
(2) φορητοί υπολογιστές ( laptop ) και Tablet ,
-
(5) συσκευές αποθήκευσης δεδομένων USB,
-
καταγραφικό με 2 κασέτες,
-
(3) όπλα και (40) φυσίγγια,
-
(34) κινητά τηλέφωνα, (6) κάρτες SIM και πακέτο σύνδεσης,
-
(696.015) ευρώ, (3.740) δολάρια, (1.095) τούρκικες λίρες και (1.380) λέβα Βουλγαρίας,
-
ρολόι, αναπτήρας και φύλλο χρυσού με σχετικό πιστοποιητικό προέλευσης και αυθεντικότητας στην αγγλική γλώσσα,
-
παραστατικά, έγγραφα, χειρόγραφες σημειώσεις, ατζέντες, βιβλιάρια τραπέζης και (14) τυχερά δελτία και
-
(1) φορτηγό αυτοκίνητο
Οι συλληφθέντες με τη σχηματισθείσα σε βάρος τους δικογραφία θα οδηγηθούν σήμερα στον κ. Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών.»