Θεσσαλονίκη: Ένοχος για τη δολοφονία του 25χρονου οικιακού βοηθού από τη Σρι Λάνκα κρίθηκε ο 39χρονος, γιος των ιδιοκτητών της πολυτελούς βίλας, όπου το θύμα είχε βρεθεί, τον Φεβρουάριο του 2013, να επιπλέει στην πισίνα, φέροντας σημάδια στραγγαλισμού.
Σύμφωνα με την ΕΡΤ, σχεδόν 12 χρόνια μετά την τέλεση του εγκλήματος, και κατόπιν αναίρεσης – από τον Άρειο Πάγο – προηγούμενης αθωωτικής απόφασης, το Πενταμελές Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης, έκρινε ομόφωνα ότι ο κατηγορούμενος, που υπηρετούσε τότε τη στρατιωτική του θητεία, τέλεσε την πράξη της ανθρωποκτονίας με δόλο, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση.
Όπως ανέφερε η προεδρεύουσα του Στρατοδικείου, η απόφαση ελήφθη κατόπιν τριών διασκέψεων. Τεκμηριώνοντας την απόφαση, η ίδια έκανε λόγο για «εν ψυχρώ δολοφονία» με κίνητρο «το φόβο» του καταδικασθέντα «να αποκαλυφθεί στο οικείο του περιβάλλον και ιδίως στον πατέρα του η αποκλίνουσα σεξουαλική του συμπεριφορά» και «η ερωτική προσέγγιση προς τον παθόντα». «Υπήρξε εκδήλωση σεξουαλικών προθέσεων που απορρίφθηκαν σθεναρά από το θύμα που γέννησε φόβους» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Πρόσθεσε δε, ότι ο 39χρονος μετά την τέλεση της πράξης του σκηνοθέτησε τον τόπο εγκλήματος για να παραπλανήσει τις Αρχές, ενώ απέρριψε το άλλοθί του ότι κατά τον χρόνο τέλεσης του εγκλήματος ήταν σε ίντερνετ – καφέ.
Έρευνα κατά αστυνομικών
Επιπλέον, το Πενταμελές Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ίδια απόφαση, διαβιβάζει τα πρακτικά της δίκης στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης για να διερευνηθεί η τέλεση τυχόν αυτεπαγγέλτως διωκόμενων πράξεων κατά το στάδιο της προανάκρισης. Η έρευνα, όπως έγινε γνωστό, στρέφεται κατά αστυνομικών του τμήματος εγκλημάτων κατά ζωής της Διεύθυνσης Ασφαλείας Θεσσαλονίκης που χειρίστηκαν τη δικογραφία και μεταξύ αυτών κατά του τότε τμηματάρχη.
Η ετυμηγορία του Δικαστηρίου προκάλεσε την αντίδραση συγγενών και φίλων του 39χρονου καταδικασθέντα που ξέσπασαν σε κλάματα και φώναξαν «δεν υπάρχει δικαιοσύνη – τί λέτε; – είναι αθώος». Η πρόεδρος κάλεσε την αστυνομία να τους βγάλει από την αίθουσα προκειμένου να συνεχιστεί η διαδικασία που βρίσκεται στο στάδιο των ελαφρυντικών. Στη συνέχεια θα ανακοινωθεί η ποινή.
Την καταδίκη του 39χρονου είχε ζητήσει από τους στρατοδίκες και ο εισαγγελέας της έδρας. Κατά την αγόρευσή του, ο ίδιος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο 39χρονος – γιος γνωστής οικογένειας επιχειρηματιών – στραγγάλισε το θύμα και το έριξε στην πισίνα της έπαυλης όπου εργαζόταν, στους Ελαιώνες Θεσσαλονίκης, επιχειρώντας να φανεί ότι επρόκειτο για πνιγμό. «Έστησε ένα ψεύτικο άλλοθι», τόνισε, ενώ αναφερόμενος στο κίνητρο του δράστη είπε ότι αυτό δεν ήταν εκ των προτέρων η δολοφονία, αλλά η σεξουαλική συνεύρεση με τον οικιακό βοηθό και ο στραγγαλισμός πιθανόν προϊόν της άρνησής του 25χρονου να υποκύψει στις ορέξεις του.
Ο εισαγγελέας διαπίστωσε «κραυγαλέες παραλείψεις» στην αστυνομική έρευνα, εστιάζοντας στο ότι δεν κατασχέθηκε όλο το σώμα του κινητού τηλεφώνου του κατηγορούμενου, παρά μόνο έγινε εξαγωγή παλιών αρχείων της συσκευής. Επιπλέον, αναφορικά με τα ρούχα του παθόντα, ο ίδιος επισήμανε ότι «τα μάζεψαν, τα έκαναν ένα κουβάρι και τα έβαλαν σε μία μαύρη σακούλα», παράλειψη, που κατά την εισαγγελική πρόταση, οδήγησε εν τέλει στην αδυναμία αξιοποίησής τους για τυχόν ανεύρεση βιολογικού υλικού.
Ως προς τον ισχυρισμό του 39χρονου ότι κατά την επίμαχη ώρα βρισκόταν σε ίντερνετ – καφέ, παίζοντας πόκερ, ο εισαγγελέας αξιολογώντας το υλικό που προσκομίστηκε από τις κάμερες της επιχείρησης, ανέφερε ότι «δεν δύναται να εξαχθεί ασφαλές εργαστηριακό συμπέρασμα για το εάν ο κατηγορούμενος βρισκόταν στο συγκεκριμένο κατάστημα».
Σχολιάζοντας όσα ανέφερε ο κατηγορούμενος στην απολογία του ότι το θύμα δολοφονήθηκε από άλλο πρόσωπο κι ότι ενδεχομένως ήταν «κάπου μπλεγμένος», ο εισαγγελέας απέκλεισε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. «Ήταν μικρό χρονικό διάστημα στη Θεσσαλονίκη. Είχε βγει τρεις φορές από το σπίτι… Είναι απορίας άξιο πώς θα μπορούσε να εισέλθει τρίτο πρόσωπο στο σπίτι το οποίο ήταν καλά φυλαγμένο χωρίς να αφήσει ίχνη παραβίασης», τόνισε.
«Είμαι αθώος. Αυτή η ιστορία είναι μεγάλο βάρος για την οικογένειά μου όλα αυτά τα χρόνια. Είμαι ετεροφυλόφιλος. Δεν είχα κανένα λόγο και κανένα κίνητρο να κάνω τέτοια πράξη», απολογήθηκε ο κατηγορούμενος και πρόσθεσε, μεταξύ άλλων: «Είμαι πιο θύμα από το θύμα, είμαι πατέρας δύο παιδιών, δεν φταίω σε κάτι». Ο ίδιος κατέστη κατηγορούμενος για τη δολοφονία, καθώς ήταν το τελευταίο πρόσωπο που συνάντησε δια ζώσης τον οικιακό βοηθό.