Διαβάσαμε, ότι βρίσκεται υπό εξέταση ένα σχέδιο για πρόστιμα του Κ.Ο.Κ. με βάση το εισόδημα του παραβάτη, με την αιτιολογία ότι… «άνθρωποι άνεργοι ή με πολύ χαμηλό εισόδημα θα μπορούσαν να συνετιστούν με ένα πρόστιμο 20, 30, 50 ευρώ. Τα ίδια ακριβώς ποσά για κάποιον με εισόδημα άνω των 100.000 ευρώ είναι ασήμαντα. Όλοι πρέπει να συνετίζονται από τα πρόστιμα, αυτός είναι ο σκοπός τους, αλλά και να λειτουργούν αποτρεπτικά». Πρόκειται δηλαδή για πρόταση «ταξικής ποινής»; Το ερώτημα όμως παραμένει: Γιατί να συνετιστεί ο «φτωχός» με την μικρή ποινή (πρόστιμο) ή ο «πλούσιος» με το μεγαλύτερο πρόστιμο, αφού μπορεί να το πληρώσει; Ότι είναι το μικρό πρόστιμο για τον φτωχό, είναι και το μεγαλύτερο για τον πλούσιο. Κατά συνέπεια το μέτρο μπορεί να έχει μόνο εισπρακτικό και όχι σωφρονιστικό χαρακτήρα.
Ως γνωστόν στα ουσιώδη στοιχεία του εγκλήματος θα μπορούσαν να αναφερθούν η αντικοινωνικότητα (Bonger,Ανδρουλάκης), η ανομία (Durkheim,Merton) και ο έντονα απαξιολογικός χαρακτήρας (Goppinger). Επομένως στοιχείο του εγκλήματος δεν μπορεί να αποτελέσει το βιοτικό επίπεδο-εισόδημα του δράστη, αν δηλαδή αυτός είναι «πλούσιος» ή «φτωχός», αλλά η απαξία της πράξης.
Κατά τον ορισμό του Ανδρουλάκη, ποινή είναι μια προβλεπόμενη από το νόμο, σκληρή δηλ. στιγματιστική και οδυνηρή μεταχείριση, η οποία επιβάλλεται σε κάποιον από την Πολιτεία ως αποδοκιμασία για μια αντικανονική συμπεριφορά του (έγκλημα). Με την ποινή επιδιώκεται η ανταπόδοση του κακού και η αποκατάσταση έτσι της δικαιοσύνης και της διασαλευμένης τάξης. Η ποινή θεωρείται ως συστατικό της ουσίας του εγκλήματος και άρα ως αναγκαία συνέπειά του. Επίσης η ποινή λειτουργεί ως προσπάθεια αποτροπής της τέλεσης ενός εγκλήματος στο μέλλον, είτε από τον συγκεκριμένο εγκληματία (ειδική πρόληψη), είτε και από άλλους κοινωνούς (γενική πρόληψη). Επιδιώκεται, δηλαδή, με αυτήν η πρόληψη της τέλεσης νέων εγκλημάτων. αφενός με τον εκφοβισμό, τον παραδειγματισμό και την έμμεση διαπαιδαγώγηση των πολλών μέσα από την ποινή και αφετέρου με τον εκφοβισμό, τη βελτίωση ή την αχρήστευση των συγκεκριμένων δραστών, ανάλογα με το αν πρόκειται για άτομα ακίνδυνα, βελτιώσιμα ή ανεπίδεκτα βελτίωσης. Ο σκοπός της ποινής αναζητείται εδώ, όχι στην πραγμάτωσή της με κάθε θυσία, αλλά στην εξυπηρέτηση αναγκών που αφορούν στην ανθρώπινη συμβίωση.
«Μόνο η αναγκαία ποινή είναι δίκαιη» έλεγε ο v. Liszt. Η επιβολή του κακού της ποινής σε ένδειξη ιδιαίτερης αποδοκιμασίας τότε μόνο είναι δίκαιη, όταν αυτή (η ποινή) συνιστά ανταπόδοση ενός ανάλογου κακού σε βάρος τρίτου ή της κοινωνικής ολότητας, το οποίο έπραξε ο δράστης. Η ποινή είναι ιδιαίτερα στιγματιστική εμπειρία για το δράστη με οδυνηρές ψυχολογικές επιπτώσεις. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει και το έγκλημα να συνιστά ένα ανάλογο δεινό.
Εξάλλου η επιβολή μιας δυσανάλογης, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ποινής παραβιάζει τη συνταγματική επιταγή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.1) και η επιβολή διαφορετικής ποινής με βάση το εισόδημα του δράστη παραβιάζει την συνταγματική αρχή της ισότητας-ισονομίας-ίσης μεταχείρισης (άρθρο 4 παρ. 1) και αποτελεί ανεπίτρεπτη (ταξική) διάκριση.
Κατά συνέπεια τυχόν νομοθετική παρέμβαση προς την κατεύθυνση αυτή θα αποτελέσει μια ακόμη συνέχεια των νόμων-κουρελούδων (patchwork legislation), της κατ΄ εξακολούθηση παραβίασης του Συντάγματος και του νομοθετικού παραλογισμού-παρακμής του Κοινοβουλίου. Θα πρόκειται για άλλο ένα «κυβερνητικό ατύχημα»!
Το κείμενο αναρτήθηκε στη σελίδα στο fb του policenews.gr από τον Αντιστράτηγο ΕΛ.ΑΣ. ε.α. κ. Ν. Μπλάνη*