Ξεκινώντας, να τονίσω ότι είναι η δική μου άποψη βάσει του Νόμου 3169/03 “Ευάγγελιο” όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι και έχω γράψει παλαιότερα σε σχετικό άρθρο
Ο αστυνομικός εγκλωβίζεται ανάμεσα από οχήματα. Δέχεται επίθεση από ομάδα κουκουλοφόρων που κινούνται προς το όχημά του εκσφενδονίζοντας πέτρες σπάζοντας τα τζάμια του περιπολικού. Άλλοι, κλωτσάνε το υπηρεσιακό όχημα, ενώ κάποιοι φέρουν καδρόνια. Ο αστυνομικός, δίνει μάχη να απεγκλωβιστεί από το σημείο. Βλέποντας τους κουκουλοφόρους να φτάνουν σε απόσταση αναπνοής και με δεδομένο ότι κινδυνεύει η σωματική του ακεραιότητα, βγάζει το νόμιμο υπηρεσιακό του όπλο και ρίχνει στον αέρα 4 ριπές.
Τόσες, όσες χρειάστηκαν για να οπισθοχωρήσουν προσωρινά οι κουκουλοφόροι και να απεγκλωβιστεί το όχημα με τον αστυνομικό.
Τι ορίζει όμως ο Νόμος 3169/03, που θεωρείται “Ευαγγέλιο” για όσους φέρουν οπλισμό;
Ένα θέμα που έχει απασχολήσει πολλάκις τα ΜΜΕ αλλά και τα ίδια τα στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. είναι το πότε πρέπει να γίνει ορθή χρήση του οπλισμού που φέρει ο κάθε Αστυνομικός νόμιμα επάνω του.
Πότε θεωρείται η χρήση του ορθή ή επιπόλαια και πότε κινδυνεύει ο Αστυνομικός να βρεθεί κατηγορούμενος για άσκοπη χρήση του οπλισμού του;
Ο Νόμος 3169/03, Νόμος “Ευαγγέλιο” που πρέπει να διαβάζουν και να εφαρμόζουν όχι μόνο οι Αστυνομικοί, αλλά και οι πολίτες που έχουν ειδική άδεια οπλοφορίας για ατομική προστασία είναι ξεκάθαρος. Διαβάστε πιο κάτω πότε μπορεί ο Αστυνομικός να χρησιμοποιήσει το όπλο του.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του ανωτέρου, ΙΣΧΥΟΝΤΟΣ, Νόμου προβλέπεται ότι ο Αστυνομικός φέρει και κάνει χρήση του όπλου του ως εξής:
– Ο αστυνομικός φέρει πάντοτε υπηρεσιακό ατομικό οπλισμό κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, επιτρέπεται δε να φέρει αυτόν και εκτός υπηρεσίας.
– Ο αστυνομικός επιτρέπεται να κάνει χρήση πυροβόλου όπλου εφόσον συντρέχει κίνδυνος ένοπλης επίθεσης σε βάρος αυτού ή τρίτου.
– Ένοπλη επίθεση υπάρχει όταν ο επιτιθέμενος χρησιμοποιεί όπλο του άρθρου 1 του ν. 2168/1993 εναντίον προσώπου ή απειλεί άλλον με άμεση χρήση του. Ως ένοπλη επίθεση θεωρείται και η απειλή με πειστική απομίμηση όπλου ή με ανενεργό όπλο.
Ο πυροβολισμός, ανάλογα με το στόχο της βολής, κλιμακώνεται σε:
1. Εκφοβιστικό, όταν δεν στοχεύεται η πλήξη οποιουδήποτε στόχου,
2. Κατά πραγμάτων, όταν στοχεύεται η πλήξη πραγμάτων,
3. Ακινητοποίησης, όταν στοχεύεται η πλήξη μη ζωτικών σημείων του σώματος
ανθρώπου και ιδίως των κάτω άκρων αυτού και
4. Εξουδετέρωσης, όταν στοχεύεται η πλήξη ανθρώπου και πιθανολογείται ακόμη και ο θάνατος του.
Ο πυροβολισμός ακινητοποίησης επιτρέπεται:
– Για την απόκρουση ένοπλης επίθεσης, εφόσον η επίθεση άρχισε ή επίκειται, ώστε κάθε καθυστέρηση αντίδρασης να καθιστά αναποτελεσματική την άμυνα.
– Για την προστασία εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας ή χώρων, στους οποίους φυλάσσονται αντικείμενα επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία ή τη δημόσια τάξη ή πειστήρια εγκλήματος, εφόσον η φύλαξη τους έχει ανατεθεί ειδικά στον αστυνομικό και επιχειρείται βίαιη είσοδος, προσβολή ή αφαίρεση των φυλασσομένων από ένοπλο.
– Για την αποτροπή αφοπλισμού αστυνομικού κατά την υπηρεσία του.
Στο τέλος βλέπουμε ότι ο αστυνομικός, μπορεί να κάνει χρήση όπλου όταν κινδυνεύει να αφοπλιστεί κατά την υπηρεσία του.
Ο συγκεκριμένος αστυνομικός, δεν κινδύνευε μόνο να αφοπλιστεί και να κατηγορηθεί για πλημμελή φύλαξη όπλου, αλλά να καεί ζωντανός ή ακόμα και να δολοφονηθεί από τους κουκουλοφόρους που θα έπεφταν σαν ύαινες επάνω του αποζητώντας αίμα αστυνομικού.
Ορθώς λοιπόν έπραξε ο αστυνομικός και έριξε τις εκφοβιστικές ριπές.
Το όπλο, δεν είναι διακοσμητικό στοιχείο στα Στελέχη των Σωμάτων Ασφαλείας, αλλά χρήσιμα “εργαλεία” που σώζουν ζωές.
Γράφει ο Άγγελος Μπαταγκιώνης (δημοσιογράφος – Αστυνομικός Συντάκτης – Διευθυντής Policenews.gr)