Ως ένα από τα πιο δύσκολα στην εξιχνίασή τους και σύνθετα εγκλήματα των τελευταίων ετών χαρακτηρίζεται από έμπειρους αστυνομικούς η δολοφονία του 33χρονου Ιρανού, ο οποίος είχε βρεθεί ακέφαλος το 2020 στη Θεσσαλονίκη
Οι ερευνητές της Ασφάλειας σχημάτισαν το προφίλ των υπόπτων, ενώ χρειάστηκε να γίνει ανασύσταση τμημάτων κρανίου που βρέθηκαν στον τόπο του εγκλήματος για να διαπιστωθεί ότι ο Ιρανός είχε πέσει θύμα δολοφονίας.
Μετά το έγκλημα οι δύο Ιρακινοί –«φίλοι» του 33χρονου- που ταυτοποιήθηκαν από την ΕΛ.ΑΣ. ως δράστες προσπάθησαν να εξαφανίσουν τα ίχνη τους. Από την έρευνα προέκυψε ότι ο πρώτος σταμάτησε να χρησιμοποιεί από την επόμενη μέρα την τηλεφωνική του σύνδεση, ενώ σε διαδοχικές προσπάθειες επικοινωνίας των συντρόφων του θύματος σχετικά με την τύχη του αγνοουμένου οι εξηγήσεις του ήταν ασαφείς και αόριστες, υποστηρίζοντας ότι οι σχέσεις τους ήταν μόνο επαγγελματικές. Ωστόσο, από την έρευνα προέκυψε ότι δεν υπήρχε καμία κοινή νόμιμη δραστηριότητα μεταξύ αυτού και του θύματος, γεγονός που γεννά ερωτήματα σε σχέση με το ενδεχόμενο παράνομων δραστηριοτήτων.
Ο δεύτερος Ιρακινός την επομένη του εγκλήματος επέστρεψε στην Αθήνα, όπου διέμενε μόνιμα με την οικογένειά του, προμηθεύτηκε ταξιδιωτικό εισιτήριο και λίγες ημέρες αργότερα αναχώρησε από τη χώρα μας με προορισμό το Ιράκ, χωρίς έκτοτε να επιστρέψει.
Η έρευνα της Ασφάλειας ξεκίνησε πριν από περίπου δυόμιση χρόνια στο Κάτω Σχολάρι, δίπλα σε παράδρομο της Εθνικής Οδού Θεσσαλονίκης- Νέων Μουδανίων.
Εκεί περαστικός εντόπισε το πρωί της 7ης Σεπτεμβρίου 2020 το πτώμα άνδρα (σε προχωρημένη σήψη), από το οποίο έλειπε το κεφάλι και τα χέρια. Οι αρχικές υποψίες τότε στράφηκαν στο ενδεχόμενο της παράσυρσης του θύματος από διερχόμενο όχημα και της μετέπειτα επίθεσης από ζώα.
Ωστόσο, μετά την ιατροδικαστική εξέταση αποκλείστηκε η εκδοχή του τροχαίου.
Κλιμάκιο αστυνομικών ερεύνησε εκ νέου τον τόπο και βρήκε δύο κάλυκες πυροβόλου όπλου, ενώ σε απόσταση αρκετών μέτρων βρέθηκαν τμήματα ανθρώπινου κρανίου, μετά την ανασύσταση των οποίων διαπιστώθηκαν οπές απόλυτα συμβατές με πλήξη από βολίδες πυροβόλου όπλου, όμοιου με τους ανευρεθέντες κάλυκες.
Το θύμα είναι ένας Ιρανός ηλικίας 33 ετών. Διέμενε στη χώρα μας με την εν διαστάσει σύζυγό του και τα δύο ανήλικα παιδιά τους για περίπου τρία χρόνια.
Οι αστυνομικοί της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης ταυτοποίησαν ως δράστες του εγκλήματος με θύμα τον 33χρονο Ιρανό δύο άτομα με καταγωγή από το Ιράκ. Το θύμα διατηρούσε φιλικές σχέσεις μαζί τους, ενώ εξετάζεται από τις ελληνικές Αρχές το ενδεχόμενο σύνδεσής τους στο χώρο της παράνομης διακίνησης μεταναστών. Ο ένας από τους δύο Ιρακινούς που ταυτοποιήθηκε για τη δολοφονία είχε συλληφθεί δύο μήνες μετά το έγκλημα (και πριν ακόμα ταυτοποιηθεί για τη δολοφονία του Ιρανού) για παράνομη διακίνηση αλλοδαπών. Καταδικάστηκε και παραμένει έκτοτε έγκλειστος σε φυλακή της χώρας. Μετά την ταυτοποίησή του για το έγκλημα, ο Ιρακινός μετήχθη από τις φυλακές Κορυδαλλού στην Ασφάλεια και απολογούμενος προανακριτικά αρνήθηκε οποιαδήποτε εμπλοκή του στην υπόθεση. Σε βάρος του συνεργού του εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης και αναζητείται.
Οι δύο Ιρακινοί, όπως προέκυψε από την έρευνα, είχαν πάει μαζί με τον 33χρονο Ιρανό, το απόγευμα της 15ης Αυγούστου 2020, στις Καλύβες Χαλκιδικής, όπου αφού δείπνησαν σε ταβέρνα στη συνέχεια επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, από εκείνο το βράδυ και μετά ο 33χρονος Ιρανός δεν έδωσε ξανά σημάδια ζωής. Ταυτόχρονα εξακριβώθηκε από τις Αρχές η ταυτόχρονη ενεργοποίηση των τηλεφωνικών συνδέσεων των δραστών στην περιοχή του τόπου του εγκλήματος.
Μετά τη διάπραξη της δολοφονίας, οι δράστες κατηγορούνται ότι αφαίρεσαν τα κινητά τηλέφωνα του θύματος και συνέχισαν την επιστροφή τους προ τη Λητή Θεσσαλονίκης. Το κίνητρο της δολοφονίας δεν έχει αποσαφηνιστεί. Εκτιμάται από τις Αρχές ότι μπορεί να συνδέεται με παράνομες δραστηριότητες στο χώρο της διακίνησης αλλοδαπών. Στο μικροσκόπιο των αστυνομικών μπήκε και η πληροφορία ότι το θύμα διατηρούσε ερωτική σχέση με γυναίκα κουρδικής καταγωγής που διέμενε μόνιμα στο Βέλγιο. Κατά της σχέσης αυτής τάσσονταν οι συγγενείς της, οι οποίοι -σύμφωνα με την Αστυνομία- είχαν απειλήσει ευθέως τον 33χρονο για τη ζωή του. Ωστόσο, δεν προέκυψε εμπλοκή των συγγενών της γυναίκας με την υπόθεση.